Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Η τακτική και στρατηγική για την κοινωνική αλλαγή απ την άποψη του Λένιν



Η τακτική και στρατηγική για την κοινωνική αλλαγή απ την άποψη του Λένιν (σε συνδυασμό με τις απόψεις των Μαρξ-Λούξενμπουργκ-Ένγκελς-Τρότσκι) και η σημασία τους για τη σημερινή πάλη του ελληνικού λαού.


http://politiko-kafeneio.gr/Forum/viewtopic.php?t=32817&start=0



Αυτενέργεια-πρωτοβουλία μαζών



Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες που σ αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων. Οι όροι αυτής της κίνησης προκύπτουν από τις προϋποθέσεις που τώρα υπάρχουν.
 (Μαρξ-Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία).


Εμείς δεν επιβάλλουμε στο λαό καμιά επινοημένη από μας καινοτομία. Εμείς αναλαμβάνουμε απλώς την πρωτοβουλία να εφαρμόσουμε στην πράξη εκείνο, χωρίς το οποίο (κατά γενική και ομόθυμη αναγνώριση) δεν μπορεί κανείς να ζήσει στη Ρωσία.
Εμείς δεν απομονωνόμαστε απ τον επαναστατημένο λαό, αλλά υποβάλλουμε στην κρίση του κάθε μας ενέργεια, κάθε μας απόφαση, εμείς στηριζόμαστε ολοκληρωτικά και αποκλειστικά στην ελεύθερη πρωτοβουλία που ξεκινάει απ τις ίδιες τις εργαζόμενες μάζες.
(Τα καθήκοντά μας και το Σοβιέτ των εργατών βουλευτών, τ. 12).


Η προβλεπόμενη επαναστατική κυβέρνηση δεν θα είναι παρά όργανο αυτής της εξέγερσης που αναπτύσσεται και ωριμάζει.
Δεν μπορούμε να προβούμε στο σχηματισμό επαναστατικής κυβέρνησης όσο η εξέγερση δεν έχει πάρει διαστάσεις φανερές, χειροπιαστές για όλους.
 Τώρα είναι απαραίτητο να συντονίσουμε πολιτικά αυτή την εξέγερση, να την οργανώσουμε, να της δώσουμε ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα.
(Δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση).


Η κύρια δύναμη του Λένιν βρίσκονταν στο ότι αντιλαμβάνονταν την εσωτερική λογική του κινήματος και ρύθμιζε πάνω σ αυτή την πολιτική του. Δεν επέβαλε τα σχέδιά του στις μάζες. Βοηθούσε τις μάζες να συλλάβουν και να πραγματοποιήσουν τα δικά τους σχέδια.
Όταν ο Λένιν συνόψιζε όλα τα προβλήματα της επανάστασης σ ένα μόνο – να εξηγούμε υπομονητικά – αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να συντονιστεί η συνείδηση της μάζας με την κατάσταση όπου την είχε στριμώξει το ιστορικό προτσές.
Ο Λένιν δεν ήταν ο δημιουργός του επαναστατικού προτσές. Ενσωματώθηκε μόνο μέσα στην αλυσίδα των αντικειμενικών ιστορικών δυνάμεων. Μα μέσα σ αυτή την αλυσίδα ήταν ένας μεγάλος κρίκος.
(Τρότσκι, Ιστορία της Ρωσικής επανάστασης).


Σήμερα χρειάζεται να εργαστούμε για να καθοδηγήσουμε την ταξική πάλη που έχει οξυνθεί σε πρωτόγνωρο βαθμό. Οι μπλανκιστές προσπάθησαν να σύρουν τις μάζες πίσω τους ενώ εμείς οι σοσιαλδημοκράτες σήμερα ωθούμαστε απ τις μάζες. Η διαφορά είναι τόσο μεγάλη, όπως αυτή μεταξύ ενός ναύτη που αγωνίζεται να ευθυγραμμίσει το ρεύμα με το πλοίο του και αυτού που το καθήκον του είναι να κρατήσει σε ευθεία γραμμή το πλοίο που μεταφέρεται απ το ρεύμα. Ο πρώτος ποτέ δεν θα έχει αρκετή δύναμη και θ αποτύχει στο στόχο του, ενώ ο δεύτερος πρέπει απλά να διασφαλίσει ότι το πλοίο δεν παρεκκλίνει απ την πορεία του, δεν θα χτυπήσει σε ύφαλο και δεν θ ανοίξει από αμμώδη ύφαλο. Απ αυτή την άποψη ο σ Πλεχάνωφ δεν θα έπρεπε ν ανησυχεί για την «επαναστατική αυτονομία» των μαζών. Αυτή η αυτονομία υπάρχει, τίποτε δεν θα την συγκρατήσει και όλα τα κηρύγματα για την αναγκαιότητά της θα κάνουν αυτούς που δουλεύουν με τις μάζες να γελούν.
(Ρόζα Λούξενμπουργκ, Μπλανκισμός και Σοσιαλδημοκρατία).

Η σοσιαλδημοκρατία είναι το πρώτο κίνημα στην ιστορία των ταξικών κοινωνιών, που βασίζεται σε όλες τις φάσεις και την πορεία του, στην οργάνωση και στην άμεση, ανεξάρτητη δράση των μαζών.
Η τακτική και τα καθήκοντα των μπλανκιστών επαναστατών είχε μικρή μόνο σχέση με τον στοιχειώδη ταξικό αγώνα. Έτσι, ήταν σχεδιασμένα ελεύθερα. Μπορούσαν ν αποφασίζονται εκ των προτέρων και να παίρνουν τη μορφή ενός σχεδίου προς εκτέλεση. Τα απλά μέλη της οργάνωσης ήταν απλά εκτελεστικά όργανα.
Η σοσιαλδημοκρατική δραστηριότητα προκύπτει ιστορικά απ τον στοιχειώδη ταξικό αγώνα. Ο προλεταριακός στρατός στελεχώνεται και συνειδητοποιεί τους στόχους του στην πορεία του αγώνα. Η δραστηριότητα της οργάνωσης του κόμματος, η ανάπτυξη της συνειδητοποίησης των στόχων του αγώνα μέσα στους προλετάριους και ο ίδιος ο αγώνας, δεν είναι πράγματα που χωρίζονται χρονολογικά και μηχανικά. Είναι μόνο διαφορετικές όψεις του ίδιου αγώνα.
Ποια ήταν όμως η εμπειρία του ρωσικού σοσιαλιστικού κινήματος μέχρι τώρα; Οι πιο σημαντικές και καρποφόρες αλλαγές στην τακτική πολιτική του κατά τα τελευταία 10 χρόνια, δεν ήταν επινοήσεις των ηγετών, ούτε κανενός κεντρικού οργανωτικού οργάνου. Ήταν πάντα το αυθόρμητο προϊόν του κινήματος σε κατάσταση βρασμού.
Η τακτική πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας δεν είναι κάτι που μπορεί να «εφευρεθεί». Είναι το προϊόν μιας σειράς μεγάλων δημιουργικών πράξεων, του συχνά αυθόρμητου ταξικού αγώνα που αναζητά τον δρόμο του.
(Ρόζα Λούξενμπουργκ, Μαρξισμός ή Λενινισμός).

Η μαζική απεργία  δεν φτιάχνεται «τεχνητά», ούτε αποφασίζεται «μυστικά», ούτε «προπαγανδίζεται» γενικά, αλλά είναι ένα ιστορικό φαινόμενο που προκύπτει μια ορισμένη στιγμή της κοινωνικής κατάστασης από ιστορική αναγκαιότητα.
Οι μαζικές απεργίες στη Ρωσία εμφανίζονται με μια τέτοια ποικιλία μορφών που είναι αδύνατο να γίνεται λόγος για τη μαζική απεργία, σχηματοποιημένη σε μια γενική μορφή. Οι μαζικές απεργίες στη Ρωσία γνώρισαν μια ορισμένη ιστορική ανάπτυξη που τη συνεχίζουν ακόμα.
Την επανάσταση δεν τη δημιουργεί η μαζική απεργία, αλλά η επανάσταση δημιουργεί τη μαζική απεργία.
Κανείς δεν μπορεί να κηρύξει αυθαίρετα τη μαζική απεργία, ακόμα κι αν η απόφαση πηγάζει απ την ανώτατη ηγεσία του πιο ισχυρού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.
Κατά την επαναστατική περίοδο είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προβλέψει κανείς και να υπολογίσει ποιες ευκαιρίες και ποιοι συντελεστές μπορούν ή όχι να προκαλέσουν εκρήξεις. Η ανάληψη της πρωτοβουλίας και της διεύθυνσης της δράσης δεν συνίσταται στο να δίνεις αυθαίρετα εντολές, αλλά στο να προσαρμόζεσαι κατά τον επιτυχέστερο τρόπο στη δοσμένη κατάσταση και στο να κρατάς την πιο στενή επαφή με τις διαθέσεις των μαζών.
Το αυθόρμητο στοιχείο διαδραματίζει ένα μεγάλο ρόλο σ όλες τις μαζικές απεργίες στη Ρωσία είτε σαν κινητήρας, είτε σαν φρένο. Όμως αυτό δεν προέρχεται απ το γεγονός ότι στη Ρωσία η σοσιαλδημοκρατία είναι νεαρή και αδύναμη, αλλά απ το γεγονός ότι κάθε ξεχωριστή δράση είναι το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού οικονομικής πολιτικής, κοινωνικών, γενικών και τοπικών, υλικών και ψυχολογικών παραγόντων, που κανείς απ αυτούς δεν μπορεί να προσδιοριστεί ούτε να υπολογιστεί σαν μαθηματικό πρόβλημα.
Οι επαναστάσεις δεν επιτρέπουν σε κανένα να παίζει το ρόλο του σχολικού διευθυντή.
Ορισμένες κατηγορίες, οι πιο εξαθλιωμένες, οι πιο συντριμμένες απ το κράτος και το κεφάλαιο, ένα σημαντικά μεγάλο κομμάτι των εργατών, δεν μπορούν καθόλου νάναι οργανωμένες. Η ζωντανή διαλεκτική εξήγηση, βλέπει την οργάνωση να γεννιέται σαν προϊόν της πάλης.
Είναι όμως καιρός η εργατική σοσιαλδημοκρατική μάζα να δείξει αν είναι ικανή να κρίνει και να δράσει, είναι καιρός να εκδηλώσει την ωριμότητά της για τις επερχόμενες περιόδους των μεγάλων καθηκόντων και των μεγάλων αγώνων. Σ αυτές τις περιόδους, οι μάζες είναι ο χορός που δίνει το ρυθμό στη δράση, ενώ ο ρόλος που παίζουν τα καθοδηγητικά όργανα θα είναι αυτός των απλών ερμηνευτών της θέλησης των μαζών.
(Λούξενμπουργκ, «Μαζική απεργία, κόμμα, συνδικάτα»)

Οι μεταβολές που παρουσιάζονται ανάμεσα στην αρχή και στο τέλος της επανάστασης, στις οικονομικές βάσεις της κοινωνίας και στην κοινωνική υπόσταση των τάξεων, δεν αρκούν καθόλου ν εξηγήσουν την πορεία της ίδιας της επανάστασης.
Η δυναμική των επαναστατικών γεγονότων καθορίζεται άμεσα από γοργές μεταλλαγές, έντονες και παθητικές, στην ψυχολογία των τάξεων, που έχουν συγκροτηθεί πριν απ την επανάσταση.
Η κοινωνία δεν αλλάζει τους θεσμούς της ανάλογα με τις ανάγκες της, όπως ο τεχνίτης ανανεώνει τα εργαλεία του. Το αντίθετο: πρακτικά η κοινωνία θεωρεί τους θεσμούς που βαραίνουν πάνω της σαν κάτι θεμελιωμένο για πάντα.
Χρειάζονται περιστάσεις ολότελα εξαιρετικές, ανεξάρτητες απ τη θέληση των ατόμων και των κομμάτων, για να απαλλαγούν οι δυσαρεστημένοι απ τα δεσμά του συντηρητικού πνεύματος και να οδηγηθούν οι μάζες στην εξέγερση. Κατά συνέπεια οι γοργές μεταβολές στη γνώμη και στο θυμικό των μαζών, σε καιρό επανάστασης, δεν προέρχονται απ την ευλυγισία και την ευκινησία της ανθρώπινης ψυχής, μα από το βαθύ συντηρητισμό της.
Τρότσκι, Πρόλογος στην «Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης».




Συνειδητό

Ένας «θεωρητικός» τότε μόνο είναι άξιος να φέρει το όνομα του θεωρητικού, όταν βαδίζει μπροστά απ το αυθόρμητο κίνημα και του δείχνει το δρόμο, όταν ξέρει να λύνει πρωτύτερα από τους άλλους όλα τα θεωρητικά, πολιτικά, τακτικά και οργανωτικά ζητήματα, όπου σκοντάφτουν αυθόρμητα τα «υλικά στοιχεία» του κινήματος. Για να μπορείς πραγματικά «να παίρνεις υπόψη τα υλικά στοιχεία του κινήματος» πρέπει η στάση σου απέναντι σ αυτά να είναι κριτική, πρέπει να ξέρεις να υποδείχνεις τους κινδύνους και τις ελλείψεις του αυθόρμητου κινήματος, πρέπει να ξέρεις ν ανεβάζεις το αυθόρμητο ως το επίπεδο του συνειδητού. Πρέπει να συνδυαστεί η αυθόρμητη εξέλιξη με τη συνειδητή επαναστατική δράση.
(Λένιν, τ. 5, σελ 369).


Στη Ρωσία αυτή η ανατροπή των σχέσεων έχει ήδη αρχίσει με την πτώση της δουλοπαροικίας και ίσα ίσα η καθυστέρηση του πολιτικού μας εποικοδομήματος από την ανατροπή που επήλθε στις κοινωνικές σχέσεις, κάνει αναπόφευκτη την κατάρρευση του εποικοδομήματος.
Η λαϊκή επανάσταση δεν μπορεί να καθοριστεί χρονικά, αυτό είναι σωστό. Το να καθορίσουμε όμως τη στιγμή της εξέγερσης, αν την έχουμε πραγματικά προετοιμάσει και εφόσον μια λαϊκή εξέγερση είναι δυνατή, χάρη στις ανατροπές που επήλθαν στις κοινωνικές σχέσεις, είναι εντελώς πραγματοποιήσιμο.
Μπορεί να καθοριστεί χρονικά ένα εργατικό κίνημα; Όχι, δεν μπορεί, γιατί αυτό συντίθεται από χιλιάδες χωριστές πράξεις που τις προκαλεί η ανατροπή των κοινωνικών σχέσεων. Μπορεί να καθοριστεί χρονικά μια απεργία; Μπορεί. Πότε; Όταν η οργάνωση ή ο όμιλος που την καθορίζουν έχουν επιρροή μέσα στη μάζα των δοσμένων εργατών και ξέρουν να εκτιμήσουν σωστά τη στιγμή της αυξανόμενης δυσαρέσκειας και του αναβρασμού μέσα στη μάζα των εργατών. Μια εξέγερση μπορεί να καθοριστεί χρονικά, όταν αυτοί που την καθορίζουν έχουν επιρροή μέσα στη μάζα και ξέρουν να εκτιμήσουν σωστά τη στιγμή.
(Λένιν, τ.9, «Δυο τακτικές», σελ 262-263)


Υπάρχει αυτενέργεια και αυτενέργεια. Υπάρχει η αυτενέργεια ενός προλεταριάτου επαναστατικά πρωτόβουλου, υπάρχει και η αυτενέργεια ενός προλεταριάτου μη εξελιγμένου και χειραγωγούμενου, υπάρχει αυτενέργεια συνειδητή, σοσιαλδημοκρατική και αυτενέργεια ζουμπατοφική.
(Λένιν, τ. 9, σελ 264).


Ξανακάνουν κατάχρηση του συνθήματος «αυτενέργεια των εργατών» υποκλινόμενοι μπροστά στις κατώτερες μορφές αυτενέργειας και παραγνωρίζοντας τις ανώτερες μορφές της πραγματικής σοσιαλδημοκρατικής αυτενέργειας, της πραγματικής επαναστατικής πρωτοβουλίας του ίδιου του προλεταριάτου.
(Λένιν, τ. 9, σελ 298).

Όσο περισσότερο αναπτύσσεται παντού η κάθε είδους επαναστατική αυτενέργεια, τόσο περισσότερο προβάλλει η σημασία της σοσιαλδημοκρατικής αυτενέργειας, τόσο ανώτερες είναι οι απαιτήσεις που προβάλλουν τα γεγονότα στην επαναστατική πρωτοβουλία μας.
Όσο πιο πλατιοί είναι οι όλο και καινούργιοι χείμαρροι του κοινωνικού κινήματος, τόσο μεγαλύτερη σπουδαιότητα έχει μια σοσιαλδημοκρατική οργάνωση που να ξέρει ν ανοίγει νέες κοίτες γι αυτούς τους χειμάρρους.
(Λένιν, τ. 9, σελ 305).

Μην υποβιβάζετε την επαναστατική επιστήμη μας σε ένα απλό δόγμα βιβλίου, μην την εκχδυδαϊζετε με αηδιαστικές φράσεις για τακτική-προτσές, οργάνωση-προτσές, με φράσεις που δικαιολογούν τη διασπορά, την αναποφασιστικότητα, την έλλειψη πρωτοβουλίας.
Δώστε περισσότερη άπλα στην πιο πολύμορφη δράση των πιο διαφορετικών ομάδων και ομίλων, χωρίς να ξεχνάτε ότι η ορθότητα του δρόμου τους, εκτός απ τις συμβουλές μας κι ανεξάρτητα απ τις συμβουλές μας, εξασφαλίζεται απ τις αμείλιχτες απαιτήσεις της ίδιας της πορείας των επαναστατικών γεγονότων.
(Λένιν, τ. 9, σελ 307).

Η ωριμότητα του προλεταριάτου συλλαμβάνεται σαν κάτι καθαρά στατικό. Κατά τη διάρκεια μιας επανάστασης η συνείδηση μιας τάξης είναι το πιο δυναμικό προτσές που άμεσα προσδιορίζει την πορεία της επανάστασης. Στην αρχή (Γενάρης-Μάρτης ’17) η εργατική τάξη ήταν εξαιρετικά ετερογενής, κοινωνικά και πολιτικά.
Η ιστορία δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία. Όπως το θεμέλιο ενός κτιρίου δεν μειώνει τη σημασία των τοίχων, παραθύρων, πορτών, οροφής, έτσι και η κατάσταση των τάξεων δεν ανατρέπει τη σημασία των κομμάτων, της στρατηγικής τους, της ηγεσίας τους. 
Ένας κολοσσιαίος παράγοντας της ωριμότητας του ρωσικού προλεταριάτου το Φλεβάρη ή τον Μάρτη του 1917 ήταν ο Λένιν. Αυτός δεν έπεσε απ τον ουρανό. Ενσάρκωνε την επαναστατική παράδοση της εργατικής τάξης.
Για να βρουν τα συνθήματα του Λένιν το δρόμο τους προς τις μάζες έπρεπε να υπάρχουν στελέχη, ακόμη και αριθμητικά λίγα στην αρχή. Έπρεπε να υπάρχει η εμπιστοσύνη των στελεχών στην ηγεσία, μια εμπιστοσύνη βασισμένη σ όλη την εμπειρία του παρελθόντος. Για ν ακυρωθούν αυτά τα στοιχεία απ τους υπολογισμούς κάποιου, είναι απλά ν αγνοηθεί η ζωντανή επανάσταση, ν αντικατασταθεί με μια αφαίρεση, το «συσχετισμό των δυνάμεων», διότι η ανάπτυξη της επανάστασης ακριβώς συνίσταται σ αυτό, ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων αδιάκοπα και γρήγορα αλλάζει υπό την επίδραση των αλλαγών στη συνείδηση του προλεταριάτου, της έλξης των καθυστερημένων στρωμάτων απ τα προχωρημένα, της αναπτυσσόμενης αυτοπεποίθησης της τάξης στη δύναμή της.
Το κύριο κίνητρο σ αυτή τη διαδικασία είναι το κόμμα, ακριβώς όπως το κύριο κίνητρο στον μηχανισμό του κόμματος είναι η ηγεσία του. Ο ρόλος και η ευθύνη της ηγεσίας σε μια επαναστατική εποχή είναι κολοσσιαία

Η νίκη του Οκτώβρη είναι μια σοβαρή εκδήλωση της «ωριμότητας» του προλεταριάτου. Αλλά αυτή η ωριμότητα είναι σχετική. Λίγα χρόνια μετά, το ίδιο ακριβώς προλεταριάτο επέτρεψε να στραγγαλιστεί η επανάσταση από μια γραφειοκρατία που προήλθε απ τις τάξεις της. Η νίκη δεν είναι ακριβώς το ώριμο φρούτο της «ωριμότητας» του προλεταριάτου. Η νίκη είναι ένα στρατηγικό έργο. Είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθούν οι πιο ευνοϊκές συνθήκες μιας επαναστατικής κρίσης για να κινητοποιηθούν οι μάζες. Λαμβάνοντας σαν αρχικό σημείο το δοσμένο επίπεδο της «ωριμότητάς» τους είναι αναγκαίο να ωθηθούν προς τα μπρος, διδάσκοντάς τες να κατανοούν ότι ο εχθρός δεν είναι σε καμιά περίπτωση παντοδύναμος, ότι αυτός είναι χωρισμένος σε κομμάτια με αντιφάσεις, ότι πίσω απ το επιβλητικό προσωπείο προβάλλει ο πανικός. Αν το μπολσεβίκικο κόμμα είχε αποτύχει να φέρει σε πέρας αυτό το καθήκον, δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης. Τα σοβιέτ θα είχαν συντριβεί απ την αντεπανάσταση και οι λίγοι σοφοί όλων των χωρών θα έγραφαν άρθρα και βιβλία με κεντρικό θέμα ότι μόνο οραματιστές μπορούσαν να ονειρευτούν στη Ρωσία τη δικτατορία του προλεταριάτου, τόσο μικρού αριθμητικά και τόσο ανώριμου
Ο ρόλος της προσωπικότητας.
Ο συγγραφέας μας υποκαθιστά με τον μηχανιστικό ντετερμινισμό την διαλεκτική δημιουργία των ιστορικών διαδικασιών
Από δω οι φτηνές σκάντζες για το ρόλο των προσώπων, καλών και κακών. Η ιστορία είναι μια διαδικασία της πάλης των τάξεων. Αλλά οι τάξεις δεν φέρουν το πλήρες βάρος τους αυτόματα και ταυτόχρονα
Στη διαδικασία της πάλης των τάξεων δημιουργούνται διάφορα όργανα που παίζουν έναν σημαντικό και ανεξάρτητο ρόλο και είναι υποκείμενα σε παραμορφώσεις. Αυτό επίσης παρέχει τη βάση για το ρόλο των προσωπικοτήτων στην ιστορία.
Υπάρχουν φυσικά μεγάλες αντικειμενικές αιτίες που δημιούργησαν τον απολυταρχικό ρόλο του Χίτλερ αλλά μόνο ένας αμβλύνους δογματιστής του «ντετερμινισμού» θα μπορούσε ν αρνηθεί σήμερα τον τεράστιο ιστορικό ρόλο του Χίτλερ. Η άφιξη του Λένιν στην Πετρούπολη στις 3 Απρίλη 1917 έβαλε μέσα στις εξελίξεις το μπολσεβίκικο κόμμα και το κατέστησε ικανό να οδηγήσει την επανάσταση στη νίκη
Οι σοφοί μας μπορεί να πουν ότι εάν ο Λένιν είχε πεθάνει πριν τις αρχές του 1917, η οκτωβριανή επανάσταση θα εξελίσσονταν με «ακριβώς τον ίδιο τρόπο». Αλλά αυτό δεν είναι έτσι
Ο Λένιν αντιπροσώπευε ένα από τα ζωτικά στοιχεία της ιστορικής διαδικασίας. Αυτός ενσάρκωνε την εμπειρία και τη διορατικότητα του περισσότερο ενεργού τμήματος του προλεταριάτου
Η έγκαιρη εμφάνισή του στην αρένα της επανάστασης ήταν αναγκαία για να κινητοποιήσει την εμπροσθοφυλακή και να της παράσχει τη δυνατότητα ν ανασυντάξει την εργατική τάξη και τις αγροτικές μάζες
Η πολιτική ηγεσία στις κρίσιμες στιγμές των ιστορικών καμπών μπορεί να γίνει τόσο αποφασιστικός παράγοντας, όσο είναι ο ρόλος της κεντρικής διοίκησης κατά τη διάρκεια των κρίσιμων στιγμών του πολέμου
Η ιστορία δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία
Αλλιώς, προς τι οι ηγέτες; Προς τι τα κόμματα; Προς τι τα προγράμματα; Προς τι οι θεωρητικοί αγώνες
(Τρότσκι, «Τάξη, κόμμα και ηγεσία»).


Ο μπολσεβικισμός δεν είναι παρά μια πολιτική τάση στενά συνδεδεμένη με την εργατική τάξη, αλλά όχι ταυτόσημη με αυτήν.
Το κράτος που χτίστηκε από τους μπολσεβίκους αντανακλά όχι μόνο τη σκέψη και τη θέληση του μπολσεβικισμού, αλλά και το πολιτιστικό επίπεδο της χώρας, την κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού, την πίεση ενός βάρβαρου παρελθόντος και ενός όχι λιγότερου βάρβαρου παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Το να παρουσιάζει κανείς το προτσές του εκφυλισμού του σοβιετικού κράτους σαν την εξέλιξη του καθαρού μπολσεβικισμού, είναι σαν να αγνοεί την κοινωνική πραγματικότητα στο όνομα ενός από τα στοιχεία της, απομονωμένου με την καθαρή λογική.
Ο μπολσεβικισμός δεν ταυτίστηκε ποτέ με την οκτωβριανή επανάσταση ή με το σοβιετικό κράτος που προέκυψε απ αυτήν. Ο μπολσεβικισμός θεωρούσε τον εαυτό του σαν έναν απ τους παράγοντες της ιστορίας, τον «συνειδητό της» παράγοντα. Ποτέ δεν κάναμε το αμάρτημα του ιστορικού υποκειμενισμού. Είδαμε τον αποφασιστικό παράγοντα –πάνω στην υπάρχουσα βάση των παραγωγικών δυνάμεων- στην ταξική πάλη, όχι μόνο σε εθνική, αλλά σε διεθνή κλίμακα.
Η κατάκτηση της εξουσίας, όσο σπουδαία κι αν είναι από μόνη της, με κανένα τρόπο δεν μεταμορφώνει το κόμμα σε έναν κυρίαρχο ρυθμιστή του ιστορικού προτσές. Έχοντας πάρει στα χέρια του το κράτος, το κόμμα είναι ικανό βέβαια να επηρεάσει την ανάπτυξη της κοινωνίας με μια δύναμη που προηγούμενα του ήταν απρόσιτη. Αλλά με τη σειρά του, εκθέτει τον εαυτό του κάτω απ την επίδραση όλων των άλλων στοιχείων της κοινωνίας, μια επίδραση δέκα φορές μεγαλύτερη.
(Τρότσκι, «Σταλινισμός και Μπολσεβικισμός»).

Αντί να βασανίζουν τα κεφάλια τους με τα τεχνικά προβλήματα και τον μηχανισμό της μαζικής απεργίας, οι σοσιαλδημοκράτες καλούνται στην επαναστατική περίοδο να πάρουν την πολιτική ηγεσία. Το σπουδαιότερο καθήκον της «διεύθυνσης» στην περίοδο της μαζικής απεργίας, συνίσταται στο να δώσεις το σύνθημα του αγώνα, να τον προσανατολίσεις, να καθορίσεις την τακτική της πολιτικής πάλης, κατά τέτοιο τρόπο που σε κάθε φάση και σε κάθε στιγμή του αγώνα, να μπαίνει στη δράση το σύνολο της δύναμης του προλεταριάτου που έχει ήδη εμπλακεί και ριχτεί στη μάχη και αυτή η δύναμη να εκφράζεται απ τη θέση του κόμματος μέσα στον αγώνα. Επιβάλλεται η τακτική της σοσιαλδημοκρατίας να μη βρίσκεται ποτέ σ ό,τι σχετίζεται με την ενεργητικότητα και την αιχμηρότητα, κάτω απ το επίπεδο του συσχετισμού των δυνάμεων που αναμετριούνται, αλλά αντίθετα να ξεπερνά αυτό το επίπεδο.
Αυτή η πολιτική διεύθυνση θα μεταμορφώνεται αυτόματα, μέχρι ένα ορισμένο σημείο και σε τεχνική διεύθυνση.
Το καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας πρέπει να είναι, όχι η τεχνική προετοιμασία και διεύθυνση της απεργίας, αλλά πάνω απ όλα, η πολιτική ηγεσία του συνόλου του κινήματος.
Η σοσιαλδημοκρατία δεν μπορεί ούτε πρέπει να περιμένει κατά τρόπο μοιρολατρικό μέχρι να δημιουργηθεί μια «επαναστατική κατάσταση», ούτε να πέσει απ τον ουρανό το «αυθόρμητο λαϊκό κίνημα». Αντίθετα, έχει καθήκον να προηγείται σε σχέση με τη ροή των γεγονότων, να επιδιώκει την επιτάχυνσή τους. αυτό δεν θα το πετύχει δίνοντας κάποια στιγμή ξαφνικά το «σωστό σύνθημα» της απεργίας, αλλά αντίθετα με το να ξεκαθαρίζει στα πιο πλατιά στρώματα του προλεταριάτου ότι ο ερχομός μιας τέτοιας επαναστατικής περιόδου είναι αναπόφευκτος και με το να τους εξηγεί τους εσωτερικούς παράγοντες που οδηγούν σ αυτήν, καθώς και τις πολιτικές τους συνέπειες.
Είναι έξω απ τις δυνατότητές της να δημιουργήσει ιστορικές καταστάσεις με απλές αποφάσεις των συνεδρίων της. Εκείνο όμως που είναι στις δυνατότητές της και που ταυτόχρονα αποτελεί καθήκον της, είναι να προσδιορίσει τον πολιτικό προσανατολισμό αυτών των αγώνων όταν εμφανιστούν και να τον συγκεκριμενοποιήσει με μια αποφασιστική και συνεπή τακτική. Δεν κατευθύνουμε τα ιστορικά γεγονότα σύμφωνα με τις επιθυμίες μας και με το να τους επιβάλλουμε κανονισμούς, μπορούμε όμως από πριν να υπολογίσουμε τις πιθανές τους συνέπειες και να κανονίσουμε κατά συνέπεια την ίδια μας τη συμπεριφορά.
Ο κοινοβουλευτικός αγώνας είναι συμπλήρωμα του συνδικαλιστικού αγώνα, αποτελεί ακριβώς όπως και αυτός, έναν αγώνα αποκλειστικά μέσα στα πλαίσια της αστικής κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Από τη φύση του είναι μια παρέμβαση πολιτικής μεταρρύθμισης, όπως ο συνδικαλιστικός αγώνας είναι μια παρέμβαση οικονομικής μεταρρύθμισης.
(Λούξενμπουργκ, «Μαζική απεργία, κόμμα, συνδικάτα»)

Όλες αυτές οι κλάψες, όλοι αυτοί οι συλλογισμοί ότι «δεν θα έπρεπε» να πάρουμε μέρος (στην προσπάθεια να δοθεί «ειρηνικός και οργανωμένος» χαρακτήρας στην υπερδικαιολογημένη δυσαρέσκεια και αγανάκτηση των μαζών!!), είτε ανάγονται σε αποστασία, αν προέρχονται απ τους μπολσεβίκους, είτε αποτελούν συνηθισμένη για το μικροαστό εκδήλωση του συνηθισμένου τρόμου και της σύγχυσής του. Στην πραγματικότητα το κίνημα της 3-4 του Ιούλη γεννήθηκε με την ίδια αναγκαιότητα από το κίνημα της 20-21 του Απρίλη και ύστερα απ αυτό, όπως το καλοκαίρι ακολουθεί την άνοιξη.
Απόλυτο χρέος του προλεταριακού κόμματος ήταν να μένει μαζί με τις μάζες και να προσπαθεί να προσδώσει στις δίκαιες εκδηλώσεις τους τον πιο ειρηνικό και οργανωμένο χαρακτήρα, να μην αποτραβιέται στο περιθώριο, να μην νίπτει σαν τον Πιλάτο τας χείρας του, ξεκινώντας απ την σχολαστική άποψη ότι η μάζα δεν είναι οργανωμένη μέχρι τον τελευταίο άνθρωπο κι ότι στο κίνημά της συμβαίνουν υπερβολές (λες και δεν έγιναν υπερβολές στις 20-21 του Απρίλη! Λες και στην ιστορία έγινε έστω και ένα σοβαρό κίνημα των μαζών χωρίς υπερβολές!).
(Λένιν, τ. 34, «Συνταγματικές αυταπάτες).





Τα συστατικά των κοινωνικών κινημάτων και η αλληλεπίδρασή τους.

Ταυτόχρονα και ολότελα ανεξάρτητα απ τη γενική υποδούλωση της εργασίας που συνεπάγεται το σύστημα της μισθωτής εργασίας, η εργατική τάξη δεν θα πρέπει να υπερβάλει το τελικό αποτέλεσμα των καθημερινών αυτών αγώνων. Δεν θα πρέπει να ξεχνάει πως παλεύει ενάντια σε αποτελέσματα και όχι ενάντια στις αιτίες που φέρνουν τα αποτελέσματα αυτά, πως καθυστερεί την κίνηση προς τα κάτω, μα δεν της αλλάζει την κατεύθυνση, πως εφαρμόζει καταπραϋντικά φάρμακα και δεν θεραπεύει την αρρώστια. Δεν πρέπει λοιπόν να την απορροφάει αποκλειστικά ο αναπόφευκτος αυτός κλεφτοπόλεμος, που ξεπηδάει ολοένα από τους ακατάπαυστους σφετερισμούς του κεφαλαίου ή τις μεταβολές στην αγορά. Πρέπει να καταλάβει πως παρ όλες  τις αθλιότητες που της επιβάλλει το τωρινό σύστημα, γεννάει ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους και τις κοινωνικές μορφές που είναι απαραίτητες για μια οικονομική ανοικοδόμηση της κοινωνίας. Τα εργατικά συνδικάτα προσφέρουν καλή υπηρεσία σαν κέντρα αντίστασης ενάντια στους σφετερισμούς του κεφαλαίου. Αποτυχαίνουν μερικά μόνο, όταν χρησιμοποιούν ασύνετα τη δύναμή τους. αποτυχαίνουν γενικά όταν περιορίζονται σε κλεφτοπόλεμο ενάντια στα αποτελέσματα του τωρινού συστήματος, αντί να προσπαθούν ταυτόχρονα να το μεταβάλλουν, αντί να χρησιμοποιούν τις οργανωμένες τους δυνάμεις σαν μοχλό για την τελική χειραφέτηση της εργατικής τάξης, δηλαδή, για την τελική κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας.
(Μάρξ, «Μισθός, τιμή, κέρδος»).


Στην περίοδο 1890-1900 συναντήθηκαν στη Ρωσία 2 βαθιά κοινωνικά κινήματα. Το αυθόρμητο λαϊκό κίνημα μέσα στην εργατική τάξη και η κίνηση της κοινωνικής σκέψης προς τη θεωρία του Μαρξ και του Ένγκελς.
Ένωση του σοσιαλισμού με το εργατικό κίνημα στην ένωση των μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών ιδανικών με την ταξική πάλη του προλεταριάτου.
Στην πάλη για τη βελτίωση της κατάστασής τους, οι εργάτες δεν έχουν καθόλου ανάγκη απ τους σοσιαλιστές.
(Πισωδρομική κατεύθυνση στη Ρωσική σοσιαλδημοκρατία, τ. 4).









Οι διεκδικήσεις

Αν με το «πραγματοποιήσιμο» των διεκδικήσεων δεν εννοούν την ανταπόκρισή τους γενικά στα συμφέροντα της κοινωνικής εξέλιξης, αλλά την ανταπόκρισή τους σε μια δοσμένη συγκυρία των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών, τότε ένα τέτοιο κριτήριο θάταν ολότελα λαθεμένο.
Ο Κάουτσκι είχε αναφέρει τότε (αν δεν με απατά η μνήμη) σαν παράδειγμα τη διεκδίκηση του προγράμματος της Ερφούρτης για την εκλογή των δημοσίων υπαλλήλων από το λαό. Το «πραγματοποιήσιμο» αυτής της διεκδίκησης στη σημερινή Γερμανία είναι κάτι παραπάνω από αμφίβολο, όμως κανένας απ τους σοσιαλδημοκράτες δεν πρότεινε να περιοριστούν οι διεκδικήσεις τους στα στενά πλαίσια αυτού που είναι δυνατό να επιτευχθεί στη δοσμένη στιγμή και στις δοσμένες συνθήκες.
(Λένιν, τ. 4, «Σχέδιο προγράμματος του κόμματός μας»).




Τα συνθήματα

Ο μαρξισμός απαιτεί για τη δικαιολόγηση κάθε συνθήματος ακριβή ανάλυση και της οικονομικής πραγματικότητας και της πολιτικής κατάστασης και της πολιτικής σημασίας αυτού του συνθήματος.
(Λένιν, τ. 30, σελ 118).

Η σοσιαλδημοκρατία δεν έχει και δεν μπορεί να έχει ούτε ένα «αρνητικό» σύνθημα που να χρησιμεύει μόνο για την «όξυνση» της συνείδησης του προλεταριάτου ενάντια στον ιμπεριαλισμό, χωρίς να δίνει ταυτόχρονα θετική απάντηση στο πως η σοσιαλδημοκρατία θα λύσει το αντίστοιχο ζήτημα όταν θα έρθει η ίδια στην εξουσία. Το «αρνητικό» σύνθημα που δεν συνδέεται με μια συγκεκριμένη θετική λύση, δεν «οξύνει» αλλά αμβλύνει τη συνείδηση, γιατί ένα τέτοιο σύνθημα είναι κενολογία, απλή κραυγή, κούφια ρητορεία.
(Λένιν, τ. 30, σελ 125).

Εμείς δεν μπορούμε να ικανοποιηθούμε με το να σέρνονται τα συνθήματά μας τακτικής κούτσα-κούτσα πίσω από τα γεγονότα, προσαρμοζόμενα σ αυτά όταν πια έχουν συντελεστεί. Πρέπει να επιδιώκουμε ώστε τα συνθήματα αυτά να μας οδηγούν προς τα εμπρός, να φωτίζουν τον παραπέρα δρόμο μας, να μας ανεβάζουν πιο ψηλά από τα άμεσα καθήκοντα της στιγμής. Το κόμμα του προλεταριάτου αν θέλει ν αγωνίζεται με συνέπεια και σταθερότητα, δεν μπορεί να καθορίζει την τακτική του ευκαιριακά. Στις αποφάσεις του για τα ζητήματα τακτικής οφείλει να συνδυάζει την πίστη στις αρχές του μαρξισμού με τον σωστό υπολογισμό των πρωτοποριακών καθηκόντων της επαναστατικής τάξης.
(Λένιν, τ. 11, σελ. 142, «Η επανάσταση διδάσκει»).


Η λέξη εξέγερση είναι πολύ μεγάλη λέξη. Το κάλεσμα για εξέγερση είναι ένα κάλεσμα εξαιρετικά σοβαρό. Όσο πιο περίπλοκο γίνεται το κοινωνικό καθεστώς, όσο πιο υψηλή είναι η οργάνωση της κρατικής εξουσίας, όσο πιο τέλεια είναι η στρατιωτική τεχνική, τόσο πιο ασυγχώρητο είναι το επιπόλαιο ρίξιμο ενός τέτοιου συνθήματος. Και είπαμε πολλές φορές ότι οι επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες από καιρό προετοίμαζαν το ρίξιμο αυτού του συνθήματος, το έριξαν όμως σαν άμεσο κάλεσμα μόνο τότε που δεν μπορούσε να υπάρχει καμιά ταλάντευση σχετικά με τη σοβαρότητα, το πλάτος και το βάθος του επαναστατικού κινήματος, καμιά ταλάντευση σχετικά με το ότι τα πράγματα προσεγγίζουν στη λύση τους με την κυριολεξία της λέξης.
(Λένιν, τ. 11, σελ 367-368, «Η τελευταία λέξη της ισκρικής τακτικής»).







Η εσωκομματική δημοκρατία

Το ζήτημα δεν μπαίνει έτσι: ή «εσωτερική ειρήνη» ή «εσωκομματική πάλη».
Στην πραγματικότητα το ζήτημα τίθεται έτσι: ή οι τωρινές σκεπασμένες μορφές εσωκομματικής πάλης που ασκούν αποσυνθετική επίδραση στο ηθικό των μαζών, ή η ανοιχτή, η πάλη αρχών ανάμεσα στο διεθνιστικό-επαναστατικό ρεύμα και στη γκρυτλιανή κατεύθυνση μέσα κι έξω απ το κόμμα.
Ένας τέτοιος όμως αγώνας, όπου η γκρυτλιανή κατεύθυνση μέσα στο κόμμα κι αυτή είναι πολύ πιο σπουδαία και πολύ πιο επικίνδυνη από εκείνη που βρίσκεται έξω από το κόμμα θα εξαναγκαστεί να αγωνίζεται ανοιχτά ενάντια στους αριστερούς και οι δυο κατευθύνσεις θα εμφανίζονται παντού με τις δικές τους ανεξάρτητες αντιλήψεις και με τη δική τους πολιτική, θα αγωνίζονται η μια κατά της άλλης από άποψη αρχώναφήνοντας τη λύση των σπουδαίων ζητημάτων αρχών πραγματικά στη μάζα των κομματικών συντρόφων και όχι μόνο στους «αρχηγούς», ένας τέτοιος αγώνας είναι απαραίτητος και ωφέλιμος, αυτός διαπαιδαγωγεί τις μάζες στο πνεύμα της ανεξαρτησίας και της ικανότητας να εκπληρώσουν το κοσμοϊστορικό επαναστατικό τους καθήκον.
(Λένιν, τ. 30, σελ 221-222, «Θεμελιακές θέσεις σχετικά με το ζήτημα του πολέμου»).

Ακριβώς για να μην εκφυλίζεται η αναπόφευκτη και αναγκαία πάλη των κατευθύνσεων σε ανταγωνισμό «ευνοουμένων», σε προσωπικές προστριβές, σε μικροϋποβλέψεις, σε μικροσκάνδαλα, ακριβώς γι αυτό όλα τα μέλη του σοσιαλδημοκρατικού κόματος έχουν την υποχρέωση να φροντίσουν για τη διεξαγωγή ανοιχτής πάλης αρχών ανάμεσα στις διάφορες κατευθύνσεις της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής.
(Λένιν, τ. 30, σελ 205, «Οι αριστεροί τσιμερβαλντινοί στο ελβετικό σος/δημ κόμμα»).

Καλούμε όλους τους συντρόφους τόσο τους οτζοβιστές όσο και τους ορθόδοξους μπολσεβίκους να εκθέσουν τις απόψεις τους από τις στήλες της εφημερίδας «Προλετάρι». Αν χρειαστεί θα εκδόσουμε τα υλικά που μας στέλνονται και σε ιδιαίτερη μπροσούρα. Ιδεολογική καθαρότητα και συνέπεια, να τι μας χρειάζεται ιδιαίτερα στη σημερινή δύσκολη στιγμή. Ας αφήσουμε τους κ.κ. εσέρους να σκεπάζουν τις διαφωνίες τους και να συγχαίρουν τον εαυτό τους για την «ομοφωνία» τη στιγμή που δικαιολογημένα λένε γι αυτούς: σ αυτούς βρίσκεις ό,τι θέλεις, απ το φιλελευθερισμό των ενέσων ως το φιλελευθερισμό με τη βόμβα.
Η ομάδα μας δεν πρέπει να φοβάται την εσωτερική ιδεολογική πάλη, μια κι αυτή είναι απαραίτητη. Θα δυναμώσει ακόμη περισσότερο μέσα σ αυτή. Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι πολύ περισσότερο να ξεκαθαρίζουμε τις διαφωνίες μας
Καλούμε τους σ μπολσεβίκους στην πάλη για την ιδεολογική καθαρότητα και για το σάρωμα όλων των παρασκινιακών μηχανορραφιών, απ όπου κι αν προέρχονταιΙδεολογική καθαρότητα, σαφείς απόψεις, γραμμή που να στηρίζεται σε αρχές.
(Λένιν, τ. 17, σελ. 376-377)

Η κριτική μέσα στα όρια των βάσεων του προγράμματος του κόμματος πρέπει να είναι ολότελα ελεύθερη και όχι μόνο στις κομματικές συνελεύσεις αλλά και στις πλατιές συνελεύσεις.
Η πολιτική δράση του κόμματος πρέπει να είναι ενιαία. Κανενός είδους «εκκλήσεις» που παραβιάζουν την ενότητα συγκεκριμένων ενεργειών δεν επιτρέπονται ούτε στις πλατιές συνελεύσεις, ούτε στις κομματικές συνελεύσεις, ούτε στον κομματικό τύπο. Π.χ. σε μια περίοδο που οι εκλογές δεν έχουν ακόμα οριστεί, επιτρέπεται παντού στα μέλη του κόμματος να κριτικάρουν την απόφαση για συμμετοχή στις εκλογές. Στην περίοδο των εκλογών δεν επιτρέπονται απολύτως και πουθενά κανενός είδους εκκλήσεις των μελών του κόμματος για αποχή απ τις εκλογές.
Η αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και της αυτονομίας των τοπικών οργάνων σημαίνει ακριβώς την ελευθερία κριτικής, πλήρη και παντού, εφόσον δεν παραβιάζεται μ αυτό η ενότητα κάποιας συγκεκριμένης ενέργειας και το απαράδεκτο οποιασδήποτε κριτικής που υποσκάπτει ή δυσκολεύει την ενότητα κάποιας ενέργειας που έχει αποφασίσει το κόμμα.
(Λένιν, τ. 13, σελ 131).

Περισσότερο φως, ας τα ξέρει όλα το κόμμα, ας του δοθεί όλο, απολύτως όλο το υλικό για την αξιολόγηση των κάθε λογής διαφωνιών, των επιστροφών στον αναθεωρητισμό, την παραβίαση της πειθαρχίας κλπ. Περισσότερη εμπιστοσύνη στην αυτοτελή κρίση όλης της μάζας των κομματικών στελεχών.
Στο ερώτημα «τι δεν πρέπει να κάνουμε» εγώ θ απαντούσα: να μην κρύβουμε απ το κόμμα τις αφορμές της διάσπασης που εμφανίζονται και μεγαλώνουν, να μην κρύβουμε τίποτε απ τα περιστατικά και γεγονότα που αποτελούν αυτές τις αφορμές. Κάτι περισσότερο, να μην τα κρύβουμε όχι μόνο απ το κόμμα, αλλά όσο είναι δυνατόν και απ το κοινό που είναι ξένο προς αυτά. Πλατιά δημοσιότητα, να το πιο σωστό και το μοναδικό ασφαλές μέσο για ν αποφευχθούν όσες διασπάσεις μπορούν ν αποφευχθούν, για να περιοριστεί στο μίνιμουμ η ζημιά απ τις διασπάσεις εκείνες που έχουν γίνει πια αναπόφευκτες.
Μόνο η πλατιά δημοσιότητα σπάζει όλες τις μονοκόμματες, μονόπλευρες, ιδιότροπες παρεκκλίσεις, μόνο αυτή μετατρέπει τους κάποτε ανόητους και γελοίους «τσακωμούς» των «μικροομάδων» σε ωφέλιμο και απαραίτητο υλικό κομματικής αυτοδιαπαιδαγώγησης.
Και μόνο ύστερα από πολλές τέτοιες ανοιχτές συζητήσεις μπορεί να διαμορφωθεί ένα πραγματικά αρμονικό συλλογικό όργανο καθοδήγησης. Θα δημιουργηθεί για τους εργάτες μια τέτοια κατάσταση όπου να μην μπορούν να πάψουν να μας καταλαβαίνουν, μόνο τότε το «επιτελείο» μας θα στηρίζεται πραγματικά στην ελεύθερη και συνειδητή θέληση μιας στρατιάς που θ ακολουθεί το επιτελείο και ταυτόχρονα θα κατευθύνει το επιτελείο της.
(Λένιν, τ. 8, σελ 93-97).



Η στάση απέναντι στους αστούς δημοκράτες.

Η προλεταριακή πτέρυγα παλαίβει αναλύοντας το ταξικό περιεχόμενο του δημοκρατισμού.
Η διανοουμενίστικη πτέρυγα κυνηγάει όρους συμφωνιών μόνο στα λόγια.
Η προλεταριακή πτέρυγα απαιτεί έμπραχτη κοινότητα πάλης.
Η διανοουμενίστικη σκαρώνει ένα μέτρο διάκρισης μιας καλής και αγαθής αστικής τάξης που αξίζει να κλείσεις συμφωνία μαζί της. 
Η προλεταριακή δεν περιμένει καμιά καλοσύνη απ την αστική τάξη, υποστηρίζει όμως κάθε αστική τάξη, έστω και τη χειρότερη, στο βαθμό που αυτή παλαίβει στην πράξη ενάντια στον τσαρισμό.
Η διανοουμενίστικη πτέρυγα ξεστρατίζει σε μια μπακάλικη άποψη: αν περάσετε με το μέρος των σοσιαλδημοκρατών κι όχι των σοσιαλιστών-επαναστατών, τότε δεχόμαστε να κλείσουμε συμφωνία ενάντια στον κοινό εχθρό, διαφορετικά όχι.
Η προλεταριακή πτέρυγα ακολουθεί την άποψη της σκοπιμότητας: η υποστήριξή μας προς εσάς εξαρτάται αποκλειστικά από το αν μπορούμε μ αυτό τον τρόπο να καταφέρουμε πιο έντεχνα έστω και το παραμικρότερο χτύπημα στον εχθρό μας.
Το ζήτημα ανάγεται στην κοινότητα πάλης: στο βαθμό που η αστική τάξη είναι επαναστατική ή μόνο αντιπολιτευτική στην πάλη της ενάντια στον τσαρισμό, στο βαθμό αυτό οι σοσιαλδημοκράτες πρέπει να την υποστηρίζουν.
Το μόνο ρεαλιστικό κριτήριο: ο βαθμός της έμπραχτης συμμετοχής στην πάλη. Το προλεταριάτο θα υποστηρίξει την αστική δημοκρατία όχι με βάση τις συμφωνίες μαζί της να μην προκληθεί πανικός, όχι με βάση την πίστη στην αξιοπιστία της, αλλά θα την υποστηρίξει μόνο τότε και μόνο τόσο, όταν και όσο η τάξη αυτή θα παλαίβει στην πράξη ενάντια στην απολυταρχία.
Όλη η ιστορία του ευρωπαϊκού και του ρωσικού φιλελευθερισμού παρουσιάζει εκατοντάδες παραδείγματα διάστασης λόγων και έργων.
Η απόφαση Σταροβέρ (της μειοψηφίας) δεν κάνει ταξική ανάλυση, επινοεί όρους συμφωνίας, όρους πλασματικούς, όρους στα λόγια. Λες και η ιστορία της αστικής δημοκρατίας δεν έχει κάνει παντού και ολούθε τους εργάτες προσεχτικούς σ ό,τι αφορά την πίστη σε δηλώσεις, διεκδικήσεις και συνθήματα. Λες και η ιστορία δεν μας έχει δείξει εκατοντάδες παραδείγματα που οι αστοί δημοκράτες έριχναν συνθήματα όχι μόνο για πλήρη ελευθερία, μα και για ισότητα, συνθήματα σοσιαλισμού. 
(Λένιν, "Εργατική και αστική δημοκρατία", τ. 9, σελ 180-190).


Αυτή όμως η αυτοτέλεια του σοσιαλδημοκρατικού προλεταριακού κόμματος ποτέ δεν θα μας κάνει να ξεχάσουμε τη σπουδαιότητα της κοινής επαναστατικής επίθεσης τη στιγμή της σημερινής επανάστασης. Εμείς οι σοσιαλδημοκράτες, μπορούμε και πρέπει να προχωρούμε ανεξάρτητα από τους επαναστάτες της αστικής δημοκρατίας, περιφρουρώντας την ταξική αυτοτέλεια του προλεταριάτου. Τον καιρό όμως της εξέγερσης, όταν καταφέρονται άμεσα χτυπήματα στον τσαρισμό, όταν προβάλλεται αντίσταση στον στρατό, όταν γίνονται έφοδοι ενάντια στις βαστίλλες του καταραμένου έχθρού ολάκερου του ρωσικού λαού, τότε πρέπει να προχωρούμε χέρι με χέρι.
(Λένιν, «Η έναρξη της επανάστασης στη Ρωσία», τ. 9, σελ 205). 






Αντίληψη για την κοινωνική επανάσταση

Η κοινωνική επανάσταση δεν μπορεί να συντελεστεί διαφορετικά παρά σαν εποχή που συνδυάζει τον εμφύλιο πόλεμο του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη στις προηγμένες χώρες, με ολόκληρη σειρά δημοκρατικών και επαναστατικών μαζί και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στα υπανάπτυκτα, καθυστερημένα και καταπιεζόμενα έθνη.
Το σοσιαλισμό θα τον πραγματοποιήσουν με την κοινή τους δράση, οι προλετάριοι όχι όλων των χωρών, αλλά μιας μειοψηφίας χωρών, που έχουν φτάσει στη βαθμίδα ανάπτυξης του προηγμένου καπιταλισμού.
(Λένιν, τ. 30, σελ. 11-112, «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού»).

Δοκιμάζοντας να στηριχτούν στον αφορισμό του Μάρξ: κανένα καθεστώς δεν εξαφανίζεται απ τη σκηνή προτού εξαντλήσει όλες τις δυνατότητές του, οι μενσεβίκοι θεωρούσαν απαράδεκτη την πάλη για τη δικτατορία του προλεταριάτου στην καθυστερημένη Ρωσία όπου ο καπιταλισμός ήταν μακριά ακόμα από του να έχει ξοδευτεί ολότελα.
Σ αυτό το συλλογισμό υπήρχαν δυο λάθη και τα δυο τους μοιραία. Ο καπιταλισμός δεν είναι σύστημα εθνικό, είναι σύστημα παγκόσμιο. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και τα επακόλουθά του έδειξαν ότι το καπιταλιστικό καθεστώς έχει στραγγιχτεί σε παγκόσμια κλίμακα. Η επανάσταση στη Ρωσία ήταν το σπάσιμο του πιο αδύνατου κρίκου στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.
(Τρότσκι, «Η τέχνη της εξέγερσης», απ το «Ιστορία της Ρωσικής επανάστασης»).

Σαν σύνολο ο καπιταλισμός αναπτύσσεται ασύγκριτα πιο γρήγορα από προηγούμενα, αυτή όμως η ανάπτυξη όχι μόνο γίνεται γενικά πιο ανισόμετρη, αλλά η ανισομετρία εκδηλώνεται επίσης στο σάπισμα ειδικά των χωρών που είναι πιο ισχυρές σε κεφάλαια (Αγγλία).
(Λένιν, τ. 27, «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού»).

Χάρη σε μια σειρά ιστορικά αίτια – μεγαλύτερη καθυστέρηση της Ρωσίας, ιδιαίτερες δυσκολίες που δημιούργησε ο πόλεμος γι αυτή, πολύ μεγάλη σαπίλα του τσαρισμού, εξαιρετική ζωντάνια των παραδόσεων του 1905 – η επανάσταση ξέσπασε στη Ρωσία πιο γρήγορα από τις άλλες χώρες. Η επανάσταση συντέλεσε ώστε μέσα σε μερικούς μήνες, η Ρωσία να φτάσει όσον αφορά το πολιτικό της καθεστώς, τις προηγμένες χώρες.
(Λένιν, τ. 34, «Η καταστροφή που μας απειλεί»).

Η σοσιαλιστική επανάσταση που αναπτύσσεται στη Δύση, στη Ρωσία δεν μπήκε άμεσα στην ημερήσια διάταξη, όμως εμείς ήδη μπήκαμε στη μεταβατική περίοδο που οδηγεί σ αυτή την κατάσταση. Τα σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών κ.α. βουλευτών είναι εκείνη η οργάνωση εξουσίας με την οποία θα έχει να κάνει η σοσιαλιστική επανάσταση. Τίποτε το παρόμοιο δεν υπάρχει στη Δύση.
Ο σ. Ρίκοφ λέει πως ο σοσιαλισμός πρέπει να έρθει από άλλες χώρες με πιο ανεπτυγμένη βιομηχανία. Αυτό όμως δεν είναι σωστό. Δεν μπορούμε να πούμε ποιος θ αρχίσει και ποιος θα τελειώσει. Αυτό δεν είναι μαρξισμός, αλλά παρωδία μαρξισμού
(Λένιν, τ. 31, «Η έβδομη πανρωσική συνδιάσκεψη του ΣΔΕΚΡ-εισήγηση για την τρέχουσα στιγμή»). 

Χωρίς τον Λένιν δεν θα υπήρχε Οκτωβριανή επανάσταση (θέσεις του Απρίλη κ.α.). Η παγκόσμια ωρίμανση της επανάστασης έδωσε τη δυνατότητα σε μια προσωπικότητα, να δημιουργήσει στη Ρωσία μια «κοινωνική σκουλικότρυπα» στο μέλλον (το αν έκλεισε ή όχι στην πορεία, συζητήσιμο).

[«Η σοσιαλιστική επανάσταση που αναπτύσσεται στη Δύση, στη Ρωσία δεν μπήκε άμεσα στην ημερήσια διάταξη, όμως εμείς ήδη μπήκαμε στη μεταβατική περίοδο που οδηγεί σ αυτή την κατάσταση. Τα σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών κ.α. βουλευτών είναι εκείνη η οργάνωση εξουσίας με την οποία θα έχει να κάνει η σοσιαλιστική επανάσταση. Τίποτε το παρόμοιο δεν υπάρχει στη Δύση», Λένιν 25 Απρίλη 1917, άπαντα, τ. 31, σελ. 360] (από μια αντίφαση-πραγματική- που δεν μπορεί να συλλάβει η κοινή λογική, απ αυτή πιάστηκε η μεγαλοφυϊα και η διαλεκτική του Λένιν).


Ο μαρξισμός διδάσκει τον προλετάριο όχι να στέκει παράμερα απ την αστική επανάσταση, όχι ν απέχει απ αυτή, όχι να παραχωρεί την ηγεσία της στην αστική τάξη, μα αντίθετα να συμμετέχει κατά τον πιο ενεργό τρόπο, ν αγωνίζεται κατά τον πιο αποφασιστικό τρόπο για ένα συνεπή προλεταριακό δημοκρατισμό και για να φέρει την επανάσταση σε πέρας. Εμείς δεν μπορούμε να πεταχτούμε έξω από τα αστικοδημοκρατικά πλαίσια της ρωσικής επανάστασης, μπορούμε όμως να διευρύνουμε σε τεράστιο βαθμό αυτά τα πλαίσια, μπορούμε και πρέπει να παλαίβουμε μέσα σ αυτά τα πλαίσια για τα συμφέροντα του προλεταριάτου, για τις άμεσες ανάγκες του και για τους όρους που θα επιτρέψουν την προετοιμασία των δυνάμεών του για τη μελλοντική ολοκληρωτική νίκη. Υπάρχει αστική δημοκρατία και αστική δημοκρατία.
(Λένιν, τ. 11, «Δυο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας»).

Οι πολιτικοί μετασχηματισμοί προς μια πραγματικά δημοκρατική κατεύθυνση κι ακόμη περισσότερο οι πολιτικές επαναστάσεις δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση ποτέ και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες ούτε να επισκιάσουν, ούτε ν αδυνατίσουν το σύνθημα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αντίθετα, τη φέρνουν πάντα πιο κοντά, πλαταίνουν τη βάση της, εντάσσουν στο σοσιαλιστικό αγώνα νέα στρώματα μικροαστών και μισοπρολεταριακών μαζών. Κι απ το άλλο μέρος, οι πολιτικές επαναστάσεις είναι αναπόφευκτες στην πορεία της σοσιαλιστικής επανάστασης, που δεν μπορούμε να τη βλέπουμε σαν μια μόνο πράξη, μα πρέπει να τη βλέπουμε σαν εποχή θυελλωδών πολιτικών και οικονομικών κλονισμών, σαν εποχή της πιο οξυμένης ταξικής πάλης, εμφυλίου πολέμου, επαναστάσεων και αντεπαναστάσεων.
(Λένιν, τ. 26, «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης»).

Πρέπει στ αλήθεια να αντιλαμβάνεται κανείς την ιστορία σα μαθητούδι για να φαντάζεται την υπόθεση χωρίς «άλματα», με τη μορφή κάποιας βραδείας και ισόμετρης ανοδικής ευθύγραμμης κίνησης: στην αρχή έχει ας πούμε σειρά η φιλελεύθερη μεγαλοαστική τάξη με τις μικροπαραχωρήσεις της απολυταρχίας, έπειτα έρχεται η επαναστατική μικροαστική τάξη με τη λαοκρατική δημοκρατία, τέλος το προλεταριάτο με τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Η εικόνα αυτή είναι σωστή σε γενικές γραμμές, είναι σωστή όταν αντιστοιχεί σε μια «μακρόχρονη περίοδο», όπως λένε οι γάλλοι, σε καμιά εκατοστή χρόνια, αλλά για να καταρτίζει κανείς με βάση αυτή την εικόνα το σχέδιο της δικής του δράσης σε μια επαναστατική εποχή, πρέπει νάναι αριστοτέχνης του φιλισταϊσμού.
(Λένιν, «Η επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», τ. 10, σελ 27-28). 




Για τη δημοκρατία (την αστική) και τη λαοκρατική δημοκρατία.

Ο καπιταλισμός γενικά και ο ιμπεριαλισμός ειδικότερα, μετατρέπει τη δημοκρατία σε αυταπάτη, ταυτόχρονα όμως ο καπιταλισμός γεννάει δημοκρατικές τάσεις στις μάζες, δημιουργεί δημοκρατικούς θεσμούς, οξύνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό που αρνείται τη δημοκρατία και στις μάζες που τείνουν προς τη δημοκρατία. Ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός δεν είναι δυνατόν ν ανατραπούν με κανενός είδους δημοκρατικούς μετασχηματισμούς, ακόμη και με τους πιο «ιδανικούς», αλλά μόνο με μια οικονομική ανατροπή, το προλεταριάτο όμως που δεν διαπαιδαγωγείται στην πάλη για τη δημοκρατία, δεν είναι ικανό να πραγματοποιήσει την οικονομική ανατροπή.
Ο μαρξισμός διδάσκει ότι ο αγώνας ενάντια στον οπορτουνισμό με τη μορφή της παραίτησης απ τη χρησιμοποίηση των δημοκρατικών θεσμών της δοσμένης καπιταλιστικής κοινωνίας, που δημιουργήθηκαν απ την αστική τάξη και απ την αστική τάξη διαστρεβλώνονται, είναι ολοκληρωτική παράδοση στον οπορτουνισμό.
(Λένιν, τ. 30, σελ 70-71, «Απάντηση στον Κιέβσκι»).

Όλη η «δημοκρατία» συνίσταται στη διακήρυξη και στην παραχώρηση «δικαιωμάτων», που στον καπιταλισμό είναι πολύ λίγο και πολύ συμβατικά πραγματοποιήσιμα, όμως χωρίς μια τέτοια διακήρυξη, χωρίς αγώνα για δικαιώματα αμέσως, αυτή τη στιγμή, χωρίς διαπαιδαγώγηση των μαζών στο πνεύμα αυτού του αγώνα, ο σοσιαλισμός είναι ανέφικτος.
Όσο δημοκρατικότερο είναι το κρατικό καθεστώς, τόσο σαφέστερο γίνεται στους εργάτες ότι η ρίζα του κακού είναι ο καπιταλισμός και όχι η έλλειψη δικαιωμάτων.
Οι μαρξιστές ξέρουν ότι η δημοκρατία δεν εξαλείφει την ταξική καταπίεση, αλλά απλώς κάνει την ταξική πάλη πιο καθαρή, πιο πλατιά, πιο ανοιχτή, πιο οξεία. Κι αυτό ακριβώς μας χρειάζεται.
(Λένιν, τ. 30, «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού»).

Ο εξοστρακισμός του προγράμματος-μίνιμουμ ισοδυναμεί με τη δήλωση «πως νικήσαμε κιόλας». Όχι δεν νικήσαμε ακόμη. Δεν ξέρουμε πόσο γρήγορα ύστερα απ τη νίκη μας θ αρχίσει η επανάσταση στη Δύση. Δεν ξέρουμε αν εν θάχουμε ακόμη προσωρινές περιόδους αντίδρασης και νίκης της αντεπανάστασης. Γι αυτό είναι γελοίο να πετάμε το πρόγραμμα-μίνιμουμ που είναι απαραίτητο όσο ζούμε ακόμη στα πλαίσια του αστικού καθεστώτος.
Το πρόγραμμα-μίνιμουμ έχει υπόψη του την αστική δημοκρατία. Δεν περιοριζόμαστε στα πλαίσιά της, αλλά αγωνιζόμαστε για να περάσουμε αμέσως στη δημοκρατία των σοβιέτ, δημοκρατία ανώτερου τύπου.
Κατά το πέρασμα απ το παλιό στο καινούργιο, μπορεί να έχουμε προσωρινούς «συνδυασμένους τύπους», λογουχάρη και δημοκρατία των σοβιέτ και συντακτική συνέλευση. Είναι δυνατό και μάλιστα πιθανό και μάλιστα αναμφισβήτητο, ότι χωρίς τους μεταβατικούς «συνδυασμένους τύπους» δεν θα τα βγάλουμε πέρα.
(Λένιν, τ. 34, «Για την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος».


Για το σοσιαλισμό

Σ ένα πραγματικά επαναστατικό-δημοκρατικό κράτος, ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός σημαίνει αναπότρεπτα και αναπόφευκτα ένα βήμα ή μάλλον βήματα προς το σοσιαλισμό.
Ο σοσιαλισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά το κρατικο-καπιταλιστικό μονοπώλιο που χρησιμοποιείται προς όφελος όλου του λαού και γι αυτό το λόγο έπαψε να είναι καπιταλιστικό μονοπώλιο.
(Λένιν, τ. 34, «Η καταστροφή που μας απειλεί»).

Η σοσιαλιστική επανάσταση που αναπτύσσεται στη Δύση, στη Ρωσία δεν μπήκε άμεσα στην ημερήσια διάταξη, όμως εμείς ήδη μπήκαμε στη μεταβατική περίοδο που οδηγεί σ αυτή την κατάσταση. Τα σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών κ.α. βουλευτών είναι εκείνη η οργάνωση εξουσίας με την οποία θα έχει να κάνει η σοσιαλιστική επανάσταση. Τίποτε το παρόμοιο δεν υπάρχει στη Δύση.
Ο σ. Ρίκοφ λέει πως ο σοσιαλισμός πρέπει να έρθει από άλλες χώρες με πιο ανεπτυγμένη βιομηχανία. Αυτό όμως δεν είναι σωστό. Δεν μπορούμε να πούμε ποιος θ αρχίσει και ποιος θα τελειώσει. Αυτό δεν είναι μαρξισμός, αλλά παρωδία μαρξισμού.
Σε συνέχεια ο σ. Ρίκοφ λέει πως ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δεν υπάρχει μεταβατική περίοδος. Αυτό δεν είναι σωστό. Είναι ρήξη με το μαρξισμό.
Η κύρια έλλειψη και το κύριο λάθος όλων των συλλογισμών των σοσιαλιστών είναι ότι το ζήτημα τοποθετείται πολύ γενικά: πέρασμα στο σοσιαλισμό. Ενώ πρέπει να μιλάμε για συγκεκριμένα βήματα και μέτρα. Ορισμένα από αυτά ωρίμασαν, άλλα όχι ακόμα.
Τα σοβιέτ είναι μια κορφή που αποτελούν τα πρώρα βήματα προς το σοσιαλισμό. Τα σοβιέτ πρέπει να πάρουν την εξουσία όχι για τη δημιουργία μιας συνηθισμένης αστικής δημοκρατίας ή για το άμεσο πέρασμα στο σοσιαλισμό. Αυτό δεν μπορεί να γίνει. Πρέπει να πάρουν την εξουσία για να κάνουν τα πρώτα συγκεκριμένα βήματα προς το πέρασμα αυτό, βήματα που μπορούν και πρέπει να γίνουν. Ποια συγκεκριμένα βήματα μπορούμε να προτείνουμε στο λαό; Πρώτο μέτρο είναι η εθνικοποίηση της γης γιατί η πλειοψηφία του λαού είναι υπέρ αυτού του μέτρου.
Δεύτερο μέτρο. Δεν μπορούμε να είμαστε υπέρ της «εισαγωγής» του σοσιαλισμού, αυτό θα ήταν πολύ μεγάλη ανοησία. Το σοσιαλισμό πρέπει να τον προπαγανδίζουμε. Η πλειοψηφία του πληθυσμού στη Ρωσία είναι αγρότες, μικροϊδιοκτήτες που δεν μπορούν ούτε να σκέφτονται για σοσιαλισμό. Τι αντίρρηση όμως θα μπορούσαν να έχουν να υπάρχει στο κάθε χωριό μια τράπεζα που θα τους δώσει τη δυνατότητα να καλυτερεύσουν το νοικοκυριό τους; εμείς πρέπει να προπαγανδίζουμε στους αγρότες αυτά τα πρακτικά μέτρα και να δυναμώσουμε σ αυτούς τη συναίσθηση της αναγκαιότητάς τους.
(Λένιν, τ. 31, «Η έβδομη πανρωσική συνδιάσκεψη του ΣΔΕΚΡ-εισήγηση για την τρέχουσα στιγμή»).

Ο καθένας ξέρει ότι ο επιστημονικός σοσιαλισμός δεν χάραξε ποτέ κανενός είδους προοπτικές για το μέλλον. Περιορίστηκε στην ανάλυση του σύγχρονου αστικού καθεστώτος, στη μελέτη των τάσεων εξέλιξης της κεφαλαιοκρατικής κοινωνικής οργάνωσης, και τίποτε περισσότερο.
«Εμείς δεν λέμε στον κόσμο, έγραφε ο Μάρξ ακόμα από το 1843, «πάψε να παλαίβεις, όλος ο αγώνας σου δεν έχει κανένα νόημα». Εμείς του δίνουμε το αληθινό σύνθημα του αγώνα. Εμείς δείχνουμε απλώς στον κόσμο για ποιο πράγμα στην ουσία αγωνίζεται. Όσο για τη συνείδηση, είναι ένα πράγμα, που ο κόσμος θα το αποχτήσει το δίχως άλλο, είτε το θέλει είτε όχι.
Ο καθένας ξέρει λ.χ. ότι «Το κεφάλαιο», αυτό το κύριο και βασικό έργο, που εκθέτει τον επιστημονικό σοσιαλισμό, περιορίζεται στους πιο γενικούς υπαινιγμούς για το μέλλον και δεν ερευνά παρά μόνο τα στοιχεία που υπάρχουν σήμερα και μέσα από τα οποία βγαίνει το μελλοντικό καθεστώς.
(Λένιν, τ. 1, «Τι είναι οι φίλοι του λαού»). 



Για την εξέγερση

Στάσεις(δηλ οι μη συνειδητές, ανοργάνωτες, αυθόρμητες και κάποτε άγριες ταραχές), διαδηλώσεις (δηλ οργανωμένος απεργιακός αγώνας και πολιτικές διαδηλώσεις), οδομαχίες, τμήματα επαναστατικού στρατού, αυτά είναι τα στάδια ανάπτυξης της λαϊκής εξέγερσης.
Τώρα φτάσαμε επιτέλους και στο τελευταίο στάδιο. Εννοείται αυτό δε σημαίνει πως όλο το κίνημα στο σύνολό του βρίσκεται κιόλας στο καινούργιο αυτό ανώτερο σκαλοπάτι. Όχι. Υπάρχει ακόμη πολλή καθυστέρηση στο κίνημα, στα γεγονότα της Οδησσού υπάρχουν ακόμα ολοφάνερα γνωρίσματα των παλιών στάσεων.
Από τον ίδιο το στρατό βγαίνουν τμήματα επαναστατικού στρατού.
Υποχρέωση αυτών των τμημάτων είναι να κηρύξουν την εξέγερση, να δώσουν στις μάζες τη στρατιωτική ηγεσία που είναι απαραίτητη στον εμφύλιο πόλεμο. Ο επαναστατικός στρατός είναι απαραίτητος γιατί μόνο με τη δύναμη μπορούν να λυθούν τα μεγάλα ιστορικά προβλήματα και η οργάνωση της δύναμης στο σύγχρονο αγώνα σημαίνει στρατιωτική οργάνωση.
Η σοσιαλδημοκρατία ποτέ δεν έφτασε στο σημείο να παίζει με στρατιωτικές συνωμοσίες, ποτέ δεν προώθησε στην πρώτη σειρά τα στρατιωτικά ζητήματα, όσο δεν υπήρχαν ολοφάνερα οι συνθήκες ενός αρχινισμένου εμφυλίου πολέμου.
(Λένιν, τ. 10, «Επαναστατικός στρατός και επαναστατική κυβέρνηση»).

Η σοσιαλδημοκρατία ποτέ δεν έφτασε στο σημείο να παίζει με στρατιωτικές συνωμοσίες, ποτέ δεν προώθησε στην πρώτη γραμμή τα στρατιωτικά ζητήματα, όσο δεν υπήρχαν ολοφάνερα οι συνθήκες αρχινισμένου εμφυλίου πολέμου.
(Λένιν, τ.10, σελ 342).

Φανταστείτε μια λαϊκή εξέγερση. Ίσως ο καθένας θα συμφωνήσει ότι πρέπει να ετοιμαζόμαστε γι αυτή. Πως όμως να ετοιμαζόμαστε; Ένα δίχτυ πρακτόρων που θα διαμορφώνονταν στη δουλειά για την έκδοση και την κυκλοφορία μιας κεντρικής εφημερίδας δεν θα αναγκάζονταν να κάθεται και να περιμένει το σύνθημα της εξέγερσης, μα θα διεξήγε μια τακτική δουλειά που θα του εξασφάλιζε τις μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας σε περίπτωση εξέγερσης. Μια τέτοια δουλειά θα δυνάμωνε τους δεσμούς με τις πιο πλατιές μάζες των εργατών και με όλα τα στρώματα τα δυσαρεστημένα από την απολυταρχία, πράγμα που έχει τόσο μεγάλη σπουδαιότητα για μια εξέγερση. Σε μια τέτοια δουλειά θα αναπτύσσονταν η ικανότητα να εκτιμάται σωστά η γενική πολιτική κατάσταση και συνεπώς η ικανότητα να διαλέγεται η κατάλληλη στιγμή για την εξέγερση. Μια τέτοια ακριβώς δουλειά θα δίδασκε όλες τις τοπικές οργανώσεις ν ανταποκρίνονται συγχρόνως στα ίδια πολιτικά ζητήματα, συμβάντα και γεγονότα που συνταράζουν όλη τη Ρωσία, ν αντιδρούν Σ αυτά όσο το δυνατόν πιο δραστήρια, πιο ομοιόμορφα και με τον πιο ενδεδειγμένο τρόπο. Γιατί μια εξέγερση είναι στην ουσία η πιο δραστήρια, η πιο ομοιόμορφη και η πιο ενδεδειγμένη «απάντηση» όλου του λαού στην κυβέρνηση.
(Λένιν, τ. 11, «Η επανάσταση διδάσκει»).

Η λέξη εξέγερση είναι πολύ μεγάλη λέξη. Το κάλεσμα για εξέγερση είναι ένα κάλεσμα εξαιρετικά σοβαρό. Όσο πιο περίπλοκο γίνεται το κοινωνικό καθεστώς, όσο πιο υψηλή είναι η οργάνωση της κρατικής εξουσίας, όσο πιο τέλεια είναι η στρατιωτική τεχνική, τόσο πιο ασυγχώρητο είναι το επιπόλαιο ρίξιμο ενός τέτοιου συνθήματος. Και είπαμε πολλές φορές ότι οι επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες από καιρό προετοίμαζαν το ρίξιμο αυτού του συνθήματος, το έριξαν όμως σαν άμεσο κάλεσμα μόνο τότε που δεν μπορούσε να υπάρχει καμιά ταλάντευση σχετικά με τη σοβαρότητα, το πλάτος και το βάθος του επαναστατικού κινήματος, καμιά ταλάντευση σχετικά με το ότι τα πράγματα προσεγγίζουν στη λύση τους με την κυριολεξία της λέξης.
(Λένιν, τ. 11, σελ 367-368, «Η τελευταία λέξη της ισκρικής τακτικής»).

Μιλά (ο Στρούβε) για τον αναπόφευκτο χαρακτήρα της εξέγερσης, αντί να πει ότι η εξέγερση είναι αναγκαία για τη νίκη της επανάστασης. Η εξέγερση –απροετοίμαστη, αυθόρμητη, σποραδική- έχει κιόλας αρχίσει. Κανείς δεν θα μπορέσει να εγγυηθεί απόλυτα ότι θα εξελιχθεί σε πλήρη και ολοκληρωμένη ένοπλη λαϊκή εξέγερση, γιατί αυτό εξαρτάται και από την κατάσταση των επαναστατικών δυνάμεων (που δεν μπορούν να υπολογιστούν με ακρίβεια παρά μόνο στην πορεία του αγώνα) και από τη στάση της κυβέρνησης και της αστικής τάξης και από μια σειρά άλλα περιστατικά που δεν μπορούν να προβλεφθούν με ακρίβεια. Δεν υπάρχει λόγος να μιλάμε για το αναπόφευκτο με την έννοια της απόλυτης εκείνης πεποίθησης ότι θα γίνει ένα συγκεκριμένο γεγονός. Αν θέλετε να είστε οπαδός της επανάστασης πρέπει να μιλάτε για το αν η εξέγερση είναι αναγκαία για τη νίκη της επανάστασης, αν είναι ανάγκη να την προωθούμε δραστήρια, να την κηρύσσουμε, να την προετοιμάζουμε άμεσα και ενεργά.
(Λένιν, τ. 11, «Δυο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας»).

Μπάζουν τις κατηγορίες του κοινοβουλευτικού αγώνα σε αποφάσεις γραμμένες για συνθήκες όπου δεν υπάρχει κανένα κοινοβούλιο. Η έννοια «αντιπολίτευση» που έχει γίνει η αντανάκλαση και η έκφραση μιας πολιτικής κατάστασης όπου κανένας δεν μιλά στα σοβαρά για εξέγερση, εφαρμόζεται χωρίς νόημα σε μια κατάσταση όπου έχει αρχίσει η εξέγερση και όπου όλοι οι οπαδοί της επανάστασης σκέπτονται και μιλάνε για την ηγεσία της. η επιθυμία «να μείνει κανείς» στο ίδιο σημείο, όπως και πρώτα, δηλ. στη δράση μόνο «από τα κάτω», εκφράζεται με πομπώδες ύφος και αλαλαγμούς ακριβώς τότε που η επανάσταση έχει βάλει το ζήτημα ότι, σε περίπτωση νίκης της εξέγερσης, είναι ανάγκη να δράσει κανείς από τα πάνω.
Δεν σκέφτηκαν πως οι έννοιες και οι όροι του κοινοβουλευτικού αγώνα μεταβάλλονται και μετατρέπονται στο αντίθετό τους την εποχή που έχει αρχίσει η επανάσταση και δεν υπάρχει κοινοβούλιο, τον καιρό που έχουμε εμφύλιο πόλεμο, που έχουμε ξεσπάσματα της εξέγερσης. Δεν σκέφτηκαν ότι στις συνθήκες για τις οποίες γίνεται λόγος οι τροπολογίες προτείνονται με διαδηλώσεις στο δρόμο, οι επερωτήσεις υποβάλλονται με επιθετικές ενέργειες των ένοπλων πολιτών, η αντιπολίτευση προς την κυβέρνηση πραγματοποιείται με τη βίαιη ανατροπή της κυβέρνησης.
Όταν έχει αρχίσει ο εμφύλιος πόλεμος, τότε το να περιορίζεσαι όπως παλιά «σε λόγους», χωρίς να ρίχνεις άμεσο σύνθημα για πέρασμα «σε έργα», το να αποφεύγεις τα έργα επικαλούμενος τους «ψυχολογικούς όρους» και την «προπαγάνδα» γενικά είναι κάτι το άψυχο, το νεκρό, είναι θεωρητικολογία ή ακόμα προδοσία και ξεπούλημα της επανάστασης.
Θυμηθείτε τα χρόνια 1901-1902. είχαν αρχίσει οι διαδηλώσεις. Ο αγοραίος επαναστατισμός άρχισε να φωνάζει για «έφοδο», έβγαιναν «αιμοβόρες προκηρύξεις», γινόταν επίθεση ενάντια στον «φιλολογισμό» και στο γραφειοκρατικό χαρακτήρα της ιδέας της πανρωσικής ζύμωσης μέσω μιας εφημερίδας. Απ την άλλη ο χβοστισμός των επαναστατών παρουσιαζόταν με το κήρυγμα ότι «ο οικονομικός αγώνας είναι το καλύτερο μέσο για πολιτική ζύμωση». Η επαναστατική σοσιαλδημοκρατία χτύπησε και τα δυο αυτά ρεύματα. Καταδίκασε την τακτική των πραξικοπημάτων και τις φωνασκίες για έφοδο, γιατί όλοι έβλεπαν ή έπρεπε να βλέπουν καθαρά ότι η ανοιχτή μαζική δράση αποτελεί αυριανή υπόθεση. Καταδίκασε τον χβοστισμό και έριξε ανοιχτά το σύνθημα ακόμα και για παλλαϊκή ένοπλη εξέγερση, όχι με την έννοια μιας άμεσης έκκλησης (έκκληση για «στάση» δεν θα βρει σε μας ο κ Στρούβε εκείνη την εποχή), αλλά με την έννοια ενός αναγκαίου συμπεράσματος, με την έννοια της προπαγάνδας. Τότε η αντικειμενική κατάσταση των πραγμάτων προωθούσε στην πρώτη γραμμή την προπαγάνδα και τη ζύμωση, τη ζύμωση και την προπαγάνδα. Τότε σαν λυδία λίθος της δουλιάς για την προετοιμασία της εξέγερσης μπορούσε να προβληθεί η δουλειά για τη δημιουργία μιας πανρωσικής πολιτικής εφημερίδας. Τότε τα συνθήματα: μαζική ζύμωση αντί άμεση ένοπλη δράση, προετοιμασία των κοινωνικο-ψυχολογικών όρων της εξέγερσης αντί τακτική των ξαφνικών ξεσπασμάτων ήταν τα μοναδικά σωστά συνθήματα της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας. Τώρα τα συνθήματα αυτά ξεπεράστηκαν από τα γεγονότα, το κίνημα τράβηξε μπροστά, αυτά έγιναν σαβούρα, κουρέλια.
Κοιτάξτε γύρω σας. Μήπως η ίδια η κυβέρνηση δεν έχει αρχίσει κιόλας τον εμφύλιο πόλεμο τουφεκίζοντας παντού κατά μάζες φιλειρηνικούς και άοπλους πολίτες; Μήπως οι οπλισμένες μαύρες εκατονταρχίες δεν παρουσιάζονται σαν «επιχείρημα» της απολυταρχίας;
(Λένιν, τ. 11, «Δυο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας»).

Όσο οι ρώσοι καπιταλιστές και η προσωρινή τους κυβέρνηση περιορίζονται μόνο σε απειλές χρήσης βίας ενάντια στο λαό, όσο οι καπιταλιστές δεν άρχισαν να χρησιμοποιούν βία ενάντια στα σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών κ.α. βουλευτών, που οργανώνονται ελεύθερα και ελεύθερα αντικαθιστούν και εκλέγουν όλες χωρίς εξαίρεση τις αρχές, ως τότε το κόμμα μας θα κηρύσσει την παραίτηση απ τη βία γενικά και θ αγωνίζεται ενάντια στη βαθιά και ολέθρια σφαλερότητα του «επαναστατικού αμυνιτισμού» αποκλειστικά με μεθόδους συντροφικής πειθούς, με την εξήγηση της αλήθειας ότι η ανεπίγνωστη ευπιστία που δείχνουν οι πλατιές μάζες προς την κυβέρνηση των καπιταλιστών είναι αυτή τη στιγμή στη Ρωσία το κυριότερο εμπόδιο για το γρήγορο τερματισμό του πολέμου.
Στη Ρωσία ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος τελείωσε, τώρα περνάμε στο δεύτερο πόλεμο, ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και στον ένοπλο λαό. Όσο ο Μιλιουκόφ και ο Γκουτσκόφ δεν έχουν χρησιμοποιήσει ακόμα βία, ο εμφύλιος αυτός πόλεμος μετατρέπεται για μας σε ειρηνική, μακρόχρονη και υπομονητική ταξική προπαγάνδα. Όταν μιλάμε για εμφύλιο πόλεμο πρωτού οι άνθρωποι νιώσουν την ανάγκη του, τότε αναμφίβολα πέφτουμε στον μπλανκισμό. Είμαστε υπέρ του εμφυλίου πολέμου, αλλά τότε μόνο, όταν αυτός διεξάγεται από μια συνειδητή τάξη.
(Λένιν, τ. 31, «Η έβδομη πανρωσική συνδιάσκεψη του ΣΔΕΚΡ-εισήγηση για την τρέχουσα στιγμή»).

Ο μαρξισμός βλέπει την εξέγερση σαν τέχνη.
Η εξέγερση για να πετύχει δεν πρέπει να στηρίζεται σε συνωμοσία, ούτε σ ένα κόμμα, αλλά στην πρωτοπόρα τάξη, αυτό είναι το πρώτο. Η εξέγερση πρέπει να στηρίζεται στην επαναστατική άνοδο του λαού. Αυτό είναι το δεύτερο. Η εξέγερση πρέπει να στηρίζεται σε τέτοιο σημείο στροφής στην ιστορία της αναπτυσσόμενης επανάστασης, όταν στις πρωτοπόρες γραμμές του λαού παρατηρείται η μεγαλύτερη δραστηριότητα, όταν οι ταλαντεύσεις στις γραμμές των εχθρών και στις γραμμές των αδύνατων,, μεσοβέζικων, αναποφάσιστων φίλων της επανάστασης είναι μεγαλύτερες από κάθε άλλη φορά. Αυτό είναι το τρίτο.
(Λένιν, τ. 34, «Ο μαρξισμός και η εξέγερση»).

Πρώτο, ποτέ δεν πρέπει να παίζεις με την εξέγερση, αν δεν είσαι αποφασισμένος να τραβήξεις ως το τέλος (καταλέξη: να υπολογίζεις όλες τις συνέπειες αυτού του παιχνιδιού). Η εξέγερση είναι μια εξίσωση με μεγέθη εξαιρετικά ακαθόριστα, που η αξία τους μπορεί ν αλλάζει κάθε μέρα. Οι μαχητικές δυνάμεις που ενάντιά τους θα πρέπει να δράσεις, έχουν ολοκληρωτικά με το μέρος τους το πλεονέκτημα της οργάνωσης, της πειθαρχίας και του πατροπαράδοτου κύρους.
Δεύτερο, από τη στιγμή που η εξέγερση θα έχει αρχίσει, θα πρέπει να ενεργείς με τη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και να περάσεις σε επίθεση. Η άμυνα είναι ο θάνατος κάθε ένοπλης εξέγερσης. Με την άμυνα η εξέγερση χάνεται προτού ακόμη αναμετρηθεί με τον εχθρό. Πρέπει να αιφνιδιάζεται ο αντίπαλος, όσο τα στρατεύματά του είναι ακόμη σκόρπια, πρέπει να πετυχαίνονται κάθε μέρα καινούργιες έστω και μικρές επιτυχίες. Πρέπει να διατηρείται η ηθική υπεροχή. Πρέπει να προσελκύονται με το μέρος σου τα ταλαντευόμενα στοιχεία που ακολουθούν πάντα τους πιο δυνατούς και που τάσσονται πάντα με το πιο σίγουρο μέρος. Πρέπει να εξαναγκάζεται ο εχθρός σε υποχώρηση προτού μπορέσει να συγκεντρώσει τα στρατεύματά του εναντίον σου. Να δρας σύμφωνα με τα λόγια του Δαντόν: τόλμη, τόλμη και πάλι τόλμη.
Αν το επαναστατικό κόμμα δεν έχει την πλειοψηφία μέσα στα πρωτοπόρα τμήματα των επαναστατικών τάξεων και μέσα στη χώρα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για εξέγερση. Εκτός από αυτό, για την εξέγερση χρειάζονται: 1. φούντωμα της επανάστασης σε πανεθνική κλίμακα. 2. πλήρης ηθική και πολιτική χρεοκοπία της παλιάς κυβέρνησης. 3. μεγάλες ταλαντεύσεις στο στρατόπεδο όλων των ενδιάμεσων στοιχείων.
(Λένιν, τ. 34, «Θα κρατήσουν άραγε οι μπολσεβίκοι την εξουσία»).

Η ένοπλη εξέγερση είναι ένα ιδιαίτερο είδος πολιτικού αγώνα, που υπάγεται σε ιδιαίτερους νόμους. Η ένοπλη εξέγερση, όπως και ο πόλεμος, είναι τέχνη.
Να διαλέξουμε τα πιο αποφασιστικά στοιχεία (τα «τμήματα κρούσης» μας) και να σχηματίσουμε μικρά τμήματα για να καταλάβουν τα πιο σπουδαία σημεία και για να πάρουν μέρος παντού, σε όλες τις σπουδαίες επιχειρήσεις.
(Λένιν, τ. 34, «Συμβουλές ενός που λείπει»).

Για την εξέγερση χρειάζεται μια συνειδητή, σταθερή και ακλόνητη απόφαση συνειδητών ανθρώπων να παλέψουν μέχρι τέλους. Απ την άλλη χρειάζεται μια κατάσταση έντασης και απόγνωσης στις διαθέσεις των πλατιών μαζών που νιώθουν ότι τώρα τίποτε δεν μπορεί να σωθεί με ημίμετρα, ότι για «άσκηση επιρροής» ούτε λόγος μπορεί να γίνεται, ότι οι πεινασμένοι «θα καταστρέψουν τα πάντα, θα διαλύσουν τα πάντα, ακόμη και με αναρχικό τρόπο», αν οι μπολσεβίκοι δεν μπορέσουν να τους καθοδηγήσουν στην αποφασιστική μάχη.
(Λένιν, τ. 34, «Γράμμα σε συντρόφους»).

Αυτή όμως η αυτοτέλεια του σοσιαλδημοκρατικού προλεταριακού κόμματος ποτέ δεν θα μας κάνει να ξεχάσουμε τη σπουδαιότητα της κοινής επαναστατικής επίθεσης τη στιγμή της σημερινής επανάστασης. Εμείς οι σοσιαλδημοκράτες, μπορούμε και πρέπει να προχωρούμε ανεξάρτητα από τους επαναστάτες της αστικής δημοκρατίας, περιφρουρώντας την ταξική αυτοτέλεια του προλεταριάτου. Τον καιρό όμως της εξέγερσης, όταν καταφέρονται άμεσα χτυπήματα στον τσαρισμό, όταν προβάλλεται αντίσταση στον στρατό, όταν γίνονται έφοδοι ενάντια στις βαστίλλες του καταραμένου έχθρού ολάκερου του ρωσικού λαού, τότε πρέπει να προχωρούμε χέρι με χέρι.
(Λένιν, «Η έναρξη της επανάστασης στη Ρωσία», τ. 9, σελ 205).

Η εξέγερση που υψώνεται πάνω απ την επανάσταση σαν μια βουνοκορφή στην οροσειρά των γεγονότων της, δεν μπορεί να προκληθεί αυθαίρετα, το ίδιο όπως και η επανάσταση στο σύνολό της. οι μάζες επανειλημμένα επιτίθενται και υποχωρούν, πριν αποφασίσουν να κάνουν την τελευταία έφοδο.
Μια νικηφόρα εξέγερση που δεν μπορεί να είναι παρά το έργο μιας τάξης προορισμένης να τεθεί επικεφαλής του έθνους, από την ιστορική της σημασία κι από τις μέθοδές της ξεχωρίζει βαθιά από ένα πραξικόπημα συνωμοτών που ενεργούν πίσω απ τις πλάτες των μαζών.
Στην καθαρή της κατάσταση η συνωμοσία, ακόμα και σε περίπτωση νίκης, το μόνο που μπορεί να δώσει είναι η αλλαγή στην άσκηση της εξουσίας διαφόρων κλικών της ίδιας κυρίαρχης τάξης ή λιγότερο ακόμα: αντικαταστάσεις πολιτικών προσώπων.
Η νίκη ενός κοινωνικού συστήματος πάνω σ ένα άλλο δεν έχει γίνει στην ιστορία, παρά μόνο με μαζική εξέγερση.
Ενώ οι περιοδικές συνωμοσίες είναι συχνότατα η έκφραση του μαρασμού και της σήψης της κοινωνίας, η λαϊκή εξέγερση, αντίθετα, αναφαίνεται συνήθως σαν αποτέλεσμα μιας προηγούμενης γοργής εξέλιξης, που σπάζει την παλιά ισορροπία του έθνους.
Αυτά δεν σημαίνουν ωστόσο καθόλου ότι λαϊκή εξέγερση και συνωμοσία αποκλείουν η μια την άλλη σ όλες τις περιπτώσεις. Ένα στοιχείο συνωμοσίας σ αυτό ή σ εκείνο το μέτρο περνάει πάντα στην εξέγερση. Η εξέγερση των μαζών δεν είναι ποτέ καθαρά στοιχειακή. Η εξέγερση των μαζών μπορεί να προβλεφθεί και να προετοιμαστεί. Αυτή μπορεί να οργανωθεί από τα πριν. Σ αυτή την περίπτωση η συνωμοσία είναι υποταγμένη στην εξέγερση, την υπηρετεί, διευκολύνει την πορεία της, επιταχύνει τη νίκη της. Όσο ψηλότερο είναι το πολιτικό επίπεδο ενός επαναστατικού κινήματος, όσο σοβαρότερη είναι η διεύθυνσή του, τόσο μεγαλύτερη είναι η θέση που κρατάει η συνωμοσία στη λαϊκή εξέγερση.
Η ιστορία δείχνει πως μια λαϊκή εξέγερση μπορεί, κάτω από ορισμένους όρους, να νικήσει ακόμα και χωρίς συνωμοσία. Έτσι έγινε ωε κάποιο βαθμό το Φλεβάρη του 1917 στη Ρωσία.
Ν ανατρέψεις την παλιά εξουσία είναι ένα πράγμα. Να πάρεις την εξουσία στα χέρια σου, είναι ένα άλλο πράγμα. Η μπουρζουαζία σε μια επανάσταση μπορεί να καταλάβει την εξουσία όχι γιατί είναι επαναστατική, μα γιατί είναι η μπουρζουαζία: έχει στα χέρια της την ιδιοκτησία, την παιδεία, τον τύπο, ένα δίχτυ από σημεία στήριξης, την ιεραρχία των θεσμών.
Τα πράγματα είναι διαφορετικά με το προλεταριάτο: στερημένο από κοινωνικά προνόμια, το εξεγερμένο προλεταριάτο δεν μπορεί να υπολογίζει παρά μόνο στον αριθμό του, στη συνοχή του, στα στελέχη του, στο επιτελείο του.
Όπως ο σιδεράς δεν μπορεί να πιάσει με γυμνό χέρι το πυρωμένο σίδερο, έτσι και το προλεταριάτο δεν μπορεί με γυμνά τα χέρια να καταλάβει την εξουσία: του χρειάζεται κατάλληλη οργάνωση γι αυτή τη δουλειά.
Στο συνδυασμό της μαζικής εξέγερσης με τη συνωμοσία, στην υποταγή της συνωμοσίας στην εξέγερση, στην οργάνωση της εξέγερσης διαμέσου της συνωμοσίας, βρίσκεται ο περίπλοκος και βαρύς σε ευθύνες τομέας της επαναστατικής πολιτικής, που ο Μάρξ και ο Ένγκελς αποκαλούσαν «τέχνη της εξέγερσης». Αυτό προϋποθέτει σωστή γενική διεύθυνση των μαζών, ευλυγισία προσανατολισμού απέναντι στις ευμετάβλητες περιστάσεις, μελετημένο σχέδιο επίθεσης, σύνεση στην τεχνική προετοιμασία και τόλμη στο χτύπημα.
Οι εξεγέρσεις των «στοιχειακών» δυνάμεων δεν μπορούν να βγουν απ τα πλαίσια του αστικού καθεστώτος.
Το λάθος του μπλανκισμού βρίσκεται στη συνταύτιση επανάστασης και εξέγερσης. Το τεχνικό λάθος του μπλανκισμού συνίσταται στη συνταύτιση της εξέγερσης με το οδόφραγμα. Ο Ένγκελς αποκάλυψε όχι μόνο τη δευτερότερη θέση της εξέγερσης μέσα στην επανάσταση, μα και τον παρακμάζοντα ρόλο του οδοφράγματος στην εξέγερση.
Τα σοβιέτ είναι όργανα προετοιμασίας των μαζών για την εξέγερση, τα όργανα της εξέγερσης και ύστερα απ τη νίκη, τα όργανα της εξουσίας. Ωστόσο τα σοβιέτ από μόνα τους δεν λύνουν το πρόβλημα. Το πρόγραμμα το δίνει στα σοβιέτ το κόμμα. Το πρόβλημα της κατάκτησης της εξουσίας μπορεί να λυθεί μόνο απ το συνδυασμό του κόμματος με τα σοβιέτ ή με άλλες μαζικές οργανώσεις, ισοδύναμες λίγο-πολύ με τα σοβιέτ.
Αποκρούοντας όλες τις παραλλαγές του μπλανκισμού και της αναρχίας, ο Λένιν δεν υποκλινόταν ούτε για μια στιγμή μπροστά στην «ιερή» στοιχειακή δύναμη των μαζών. Νωρίτερα και πιο βαθιά από άλλους είχε μελετήσει τη σχέση ανάμεσα στους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς παράγοντες, ανάμεσα στο κίνημα των στοιχειακών δυνάμεων και την πολιτική του κόμματος, ανάμεσα στις λαϊκές μάζες και την προχωρημένη τάξη, ανάμεσα στο προλεταριάτο και την πρωτοπορία του, ανάμεσα στα σοβιέτ και το κόμμα, ανάμεσα στην εξέγερση και τη συνωμοσία.
Η μαιευτική επέμβαση στον τοκετό μένει πάντα η πιο ζωντανή απεικόνιση της συνειδητής ανάμιξης σ ένα στοιχειακό προτσές. Ο Χέρτσεν κατηγορούσε άλλοτε το φίλο του τον Μπακούνιν ότι έπαιρνε σ όλες τις επαναστατικές του πρωτοβουλίες, το δεύτερο μήνα της εγκυμοσύνης για τον ένατο.
Ανάμεσα στη στιγμή που η απόπειρα να προκαλέσεις ένα ξεσήκωμα μπορεί ν αποδειχθεί πρόωρη και τη στιγμή που η ευνοϊκή κατάσταση πρέπει κιόλας να θεωρείται σαν ανεπανόρθωτα χαμένη, μεσολαβεί κάποια περίοδος της επανάστασης –μπορεί να υπολογιστεί σε μερικές βδομάδες, καμιά φορά σε μερικούς μήνες- που στη διάρκειά της η εξέγερση μπορεί να συντελεστεί με μεγαλύτερες ή μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας. Να διακρίνεις αυτή τη σχετικά σύντομη περίοδο και να διαλέξεις μετά μια ορισμένη στιγμή με την ακριβή έννοια της μέρας και της ώρας, για να καταφέρεις το τελευταίο χτύπημα, αυτό είναι για την επαναστατική διεύθυνση το πιο υπεύθυνο χρέος. Μπορεί κανείς να το αποκαλέσει κόμπο του προβλήματος, γιατί συνδέει την επαναστατική πολιτική με την τεχνική της εξέγερσης.

Οι ιθύνουσες τάξεις, σαν αποτέλεσμα της ολοφάνερης ανικανότητας., τους να βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο, χάνουν την αυτοπεποίθηση τους, τα παλιά κόμματα αποσυντίθενται, λυσσασμένη πάλη ξεσπάει ανάμεσα στις ομά­δες και τις κλίκες, οι ελπίδες   μεταφέρονται στο θαύμα ή  στο θαυματουργό.
Όλα αυτά αποτελούν έναν από  τους πολιτικούς  ορούς της εξέγερσης, εξαιρετικά σημαντικό αν και παθητικό.
Μια μανιασμένη εχθρότητα απέναντι στην καθιερωμένη κοινωνική τάξη και η πρόθεση ν' αποτολμήσουν τις πιο ηρωικές προσπάθειες, να δόσουν θύματα, για να τραβήξουν τη  χώρα στο  δρόμο της ανόρθωσηςτέτοια είναι η και­νούργια πολιτική συνείδηση της επαναστατικής  τάξης που αποτελεί τον κύριο ενεργητικό όρο της εξέγερσης.
Τα δυο κύρια στρατόπεδαοι μεγαλοϊδιοκτήτες καί το προλεταριάτο
δεν αντιπροσωπεύουν ωστόσο, συνολικά, ολόκληρο το έθνος. Ανάμεσα τους
παρεμβάλλονται πλατιά στρώματα της μικρομπουρζουαζίας, πού παίρνουν
όλα τά χρώματα του οικονομικοπολιτικού πρίσματος. Η δυσαρέσκεια των εν­
διάμεσων στρωμάτων, Η απογοήτευση τους από την πολιτική της ιθύνουσας
τάξης, η ανυπομονησία τους και το ξεσήκωμα τους, η διάθεση τους να υπο­
στηρίξουν την τολμηρά επαναστατική πρωτοβουλία του προλεταριάτου, απο­
τελούν τον τρίτο πολιτικό όρο της εξέγερσης, ως ενα μέρος παθητικό στο μέτρο πού εξουδετερώνει τις κορυφές τής μικρομπουρζουαζίας, ως ενα μέρος ενεργη­τικό στο μέτρο πού σπρώχνει τις βάσεις της να παλαίψουν άμεσα πλάϊ-πλάϊ μέ τους εργάτες.
Η καθοριστική Αμοιβαιότητα αυτών των όρων είναι φανερή : όσο πιο απο­φασιστικά και με σιγουριά δρα τό προλεταριάτο, τόσο πιο πολύ έχει τη δυνα­τότητα νά παρασύρει τα ενδιάμεσα στρώματα, τόσο πιο πολύ απομονώνεται η κυρίαρχη τάξη και τόσο πιο πολύ εντείνεται η αποθάρρυνση στους κόλπους της. Κι αντίστροφα, το ξεχαρβάλωμα των ιθυνόντων φέρνει νερό στο μύλο της επαναστατικής τάξης.
Το προλεταριάτο δε μπορεί, για την εξέγερση, να διαποτιστεί από την απα­ραίτητη σιγουριά στις ίδιες του τις δυνάμεις παρά μόνο στην περίπτωση πού απλώνεται μπροστά του μια ξάστερη προοπτική, αν έχει τη δυνατότητα να επαληθεύσει ενεργά τις σχέσεις των δυνάμεων που αλλάζουνε προς όφελός του, αν νιώθει από πάνω του μια διεύθυνση διορατική, σταθερή και τολμηρή. Αυτό μας οδηγεί στον όρο, τελευταίο στην απαρίθμηση μα όχι καί στή σπουδαιότητά του, της κατάκτησης της εξουσίας : στο επαναστατικό κόμμα σαν πρωτο­πορία της τάξης σφιχτοδεμένη και ατσαλωμένη.
Ο πιο αδύνατος όρος στην αλυσίδα των αναγκαίων όρων στάθηκε ως τώρα ο κρίκος του κόμματος: το πιο δύσκολο πράγμα για την εργατική τάξη είναι να δημιουργήσει μια επαναστατική οργάνωση που να βρίσκεται στο ύψος των ιστορικών καθηκόντων της.
Απ όλους τους βασικούς όρους της εξέγερσης ο λιγότερο σταθερός είναι η ψυχική κατάσταση της μικρομπουρζουαζίας. Σε περίοδο εθνικών κρίσεων αυτή βαδίζει πίσω απ την τάξη που όχι μόνο με το λόγο μα και με την πράξη της εμπνέει εμπιστοσύνη. Ικανή για παρορμητικά τινάγματα, ακόμα και για επαναστατικές μανίες, η μικρομπουρζουαζία χάνει εύκολα το θάρρος της σε περίπτωση αποτυχίας. Είναι αυτές οι βίαιες και γοργές μεταλλαγές στην ψυχική της κατάσταση που δίνουν τόση αστάθεια σε κάθε επαναστατική κατάσταση. Αν το επαναστατικό κόμμα δεν είναι αρκετά αποφασιστικό για να μεταβάλει έγκαιρα την προσδοκία και τις ελπίδες των λαϊκών μαζών σε επαναστατική δράση, τη θέση της πλημμυρίδας την παίρνει σε λίγο η αμπώτιδα. Τα ενδιάμεσα στρώματα αποστρέφουν το βλέμμα τους απ την επανάσταση και ζητάνε το σωτήρα τους στο αντίθετο στρατόπεδο. Όπως στη φουσκονεριά το προλεταριάτο παρασέρνει πίσω του τη μικρομπουρζουαία, έτσι στη φυρονεριά η μικρομπουρζουαζία παρασέρνει πίσω της σημαντικά στρώματα του προλεταριάτου. Τέτοια είναι η διαλεκτική των κομμουνιστικών και φασιστικών κυμάτων στην πολιτική εξέλιξη της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Η εσώτερη διάθεση να υποστηρίξεις την εξέγερση δεν μπορεί καθόλου να ταυτιστεί με την ικανότητα να αντιλαμβάνεσαι καθαρά από τα πριν, την αναγκαιότητα της εξέγερσης. Οι μέθοδες της δημοκρατίας έχουν τα όριά τους. μπορείς να ρωτήσεις όλους τους επιβάτες ενός τρένου ποιος τύπος βαγονιού τους αρέσει καλύτερα, μα δεν μπορείς να πας να τους ρωτήσεις όλους αν πρέπει να φρενάρεις ένα τρένο που κινδυνεύει να εκτροχιαστεί. Κι όμως αν η σωτήρια ενέργεια γίνει επιδέξια και έγκαιρα, είσαι σίγουρος ότι έχεις την έγκριση των επιβατών.
Οι συλλογισμοί της αντικειμενικής εξέλιξης δεν συμπέφτουνε καθόλου, μέρα τη μέρα, με τους συλλογισμούς της σκέψης των μαζών. Κι όταν μια πεγάλη πρακτική απόφαση, από την πορεία των πραγμάτων, γίνεται επείγουσα, αυτή επιτρέπει λιγότερο από κάθε τι δημοψήφισμα. Οι διαφορές επιπέδου και ψυχικής κατάστασης στα διάφορα λαϊκά στρώματα περιορίζονται με τη δράση: τα πρωτοποριακά στοιχεία τραβάνε τους διστακτικούς κι απομονώνουνε κείνους που αντιστέκονται. Η πλειοψηφία δεν μετριέται, κατακτιέται.
Η πρώτη δουλειά κάθε εξέγερσης είναι να φέρει κοντά της το στρατό.
(Τρότσκι, «Η τέχνη της εξέγερσης»).

Τώρα όλα κρέμονται από μια τρίχα, στην ημερήσια διάταξη μπαίνουν ζητήματα που δεν λύνονται με συσκέψεις, ούτε με συνέδρια (έστω και με συνέδρια των σοβιέτ), αλλά αποκλειστικά από τους λαούς, από τη μάζα, από την πάλη των οπλισμένων μαζών.
Δεν πρέπει να περιμένουμε. Μπορεί να τα χάσουμε όλα.
Το κέρδος από την άμεση κατάληψη της εξουσίας είναι ότι υπερασπίζουμε το λαό (όχι το συνέδριο, μα το λαό, πρώτ απ όλα το στρατό και τους αγρότες) από την κορνιλοφική κυβέρνηση.
Ποιος πρέπει να πάρει την εξουσία; Αυτό δεν έχει τώρα σημασία. Ας την πάρει η στρατιωτική επαναστατική επιτροπή ή ένα άλλο όργανο που θα δηλώσει ότι θα παραδόσει την εξουσία μονάχα στους πραγματικούς εκπροσώπους των συμφερόντων του λαού.

Παίρνοντας την εξουσία σήμερα, την παίρνουμε όχι ενάντια στα σοβιέτ, αλλά για τα σοβιέτ.
Η κατάληψη της εξουσίας είναι έργο της εξέγερσης. Ο πολιτικός σκοπός της θα διευκρινιστεί ύστερα από την κατάληψη της εξουσίας.
Θα ήταν καταστροφή η προσκόληση στους τύπους να περιμένουμε την επισφαλή ψηφοφορία της 25 του Οκτώβρη. Ο λαός έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να λύνει παρόμοια ζητήματα όχι με ψηφοφορίες, αλλά με τη βία, ο λαός έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση στις κρίσιμες στιγμές της επανάστασης να κατευθύνει τους εκπροσώπους του, ακόμη και τους καλύτερους εκπροσώπους του κι όχι να τους περιμένει.
(Λένιν, τ. 34, «Γράμμα προς τα μέλη της ΚΕ»).



Πατριωτικό (εθνικοαπελευθερωτικό) ζήτημα

Αν σε καιρό πολέμου, πρόκειται για την υπεράσπιση της δημοκρατίας ή για αγώνα ενάντια στο ζυγό που καταπιέζει ένα έθνος, εγώ δεν είμαι καθόλου ενάντια σ έναν τέτοιο πόλεμο και δεν φοβάμαι τις λέξεις «υπεράσπιση της πατρίδας», όταν αναφέρονται σ έναν τέτοιου είδους πόλεμο ή εξέγερση.
Λένιν, τ. 30, σελ. 262, απ το άρθρο «Ανοιχτό γράμμα προς τον Μπορίς Σοβάριν’.

Πως θα ξεχωρίσουμε έναν πραγματικά εθνικό πόλεμο, από έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο, που τον συγκαλύπτουν με απατηλά εθνικά συνθήματα;
Γι αυτό τον ξεχωρισμό πρέπει να εξετάσουμε αν βρίσκεται «στη βάση» του «μια μακρόχρονη πορεία μαζικών εθνικών κινημάτων», «αποτίναξης του εθνικού ζυγού».
Σ έναν πραγματικά εθνικό πόλεμο, οι λέξεις «υπεράσπιση της πατρίδας» δεν είναι διόλου απάτη και εμείς δεν είμαστε διόλου ενάντια σ αυτή την υπεράσπιση.
Τέτοιοι (πραγματικοί εθνικοί) πόλεμοι έγιναν «κυρίως» στα 1789-1871 και η απόφαση (του κόμματος που ψηφίστηκε στη συνδιάσκεψη της Βέρνης το Μάρτη του 1915), χωρίς ν αρνιέται ούτε με μια λέξη τη δυνατότητά τους και σήμερα, εξηγεί το πώς πρέπει να ξεχωρίζουμε έναν πραγματικά εθνικό πόλεμο από έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο που τον συγκαλύπτουν με απατηλά εθνικά συνθήματα.
Λένιν, τ. 30, σελ 80, απ το άρθρο «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού». 
Η αυτοδιάθεση των εθνών είναι το ίδιο με τον αγώνα για πλήρη εθνική απελευθέρωση, για πλήρη ανεξαρτησία, ενάντια στις προσαρτήσεις και οι σοσιαλιστές δεν μπορούν να παραιτηθούν από ένα τέτοιο αγώνα όποια μορφή κι αν πάρει, μέχρι και την εξέγερση ή τον πόλεμο χωρίς να πάψουν να είναι σοσιαλιστές.
Λένιν, τ. 30, σελ 84. 

Η ουσία του ελληνικού προβλήματος είναι απλή. Η πατρίδα μας είναι χώρα υπό κατοχή. Και η κατοχή είναι αμερικανική. Μόνο οι στολές κι η γλώσσα είναι ελληνικές. Και λύση του ελληνικού προβλήματος δεν υπάρχει καμιά στο πολιτικό επίπεδο. Η δημοκρατία στην Ελλάδα δε θα φτάσει χωρίς την πραγματική, την ουσιαστική, τη χωρίς όρους απελευθέρωσή της από τα δεσμά που χάλκευσε ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας. Γι αυτό, ο αγώνας μας είναι εθνικοαπελευθερωτικός.
(Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, «Η δημοκρατία στο απόσπασμα»). 


Γι αυτό το λόγο, ενώ μπορούσαμε ευκολώτατα να πάρουμε την εξουσία κατά την ώρα της αποχώρησης των γερμανών, δεν το κάναμε. Αντίθετα, κρατήσαμε υποδειγματική τάξη και ασφάλεια, τότε που δεν υπήρχαν ούτε κυβέρνηση ούτε αγγλικά στρατεύματα στην Ελλάδα. Δεν το κάναμε, γιατί μια τέτοια κυβέρνηση, παρ όλο που θα χειροκροτούνταν απ την πλειοψηφία του ελληνικού λαού, θα ήταν πάντα μονόπλευρη, θα προκαλούσε το μίσος και τη ραδιουργία της δεξιάς και τη δυσπιστία των συμμάχων και ιδιαίοτερα των συμμάχων Βρεττανών. Γι αυτό δεν θελήσαμε να πάρουμε μόνοι μας την εξουσία, για ν αποφευχθούν οι εσωτερικές αναταραχές, για να μπούμε στο δρόμο της ομαλής εξέλιξης.
(Γ. Σιάντος, συνέντευξη στο Ριζοσπάστη στις 20 Μάρτη 1945 σχετικά με τη συμφωνία της Βάρκιζας).


Στις 3.12.44 με τη δολοφονική επίθεση εναντίον του ειρηνικού συλλαλητηρίου αποκάλυψαν τους σκοτεινούς σκοπούς τους. ο ελληνικός λαός αναγκάστηκε να ξαναπάρει τα όπλα για να υπερασπίσει την ελευθερία του. Δυστυχώς, αντιμέτωπό του βρήκε και το στρατό μιας συμμάχου χώρας, που η αντίδραση κατόρθωσε να μπλέξει στη σύγκρουση.
(Διακήρυξη της Κ.Ε. του Ε.Α.Μ. για τη συμφωνία της Βάρκιζας).


Πως ξεπεράστηκε στο θέμα της αμνηστίας η αδιαλλαξία της ΕΑΜικής αντιπροσωπείας;
Ο καθηγητής Γεωργάκης αποκάλυψε ότι εκείνος έπεισε τον Τσιριμώκο «να έρθει από δω», δηλ. να υποστηρίξει τη θέση της κυβερνητικής πλευράς στο θέμα της αμνηστίας. Πως πείστηκε; Επειδή ζητούσε συμμαχικές εγγυήσεις, τον πήρε και τον πήγε στην αγγλική πρεσβεία (όπου έμενε ο Μακμίλαν) στις 2 το πρωϊ, ο άγγλος υπουργός «του έδωσε το λόγο του» ότι εγγυώνται κι αυτοί τα όσα λέει (για την αμνηστία) η κυβέρνηση κι έτσι «ο μονολιθισμός της κομμουνιστικής παράταξης έσπασε».
(Παναγιώτης Βενάρδος, «Η συμφωνία της Βάρκιζας»).

Ο άγγλος πρεσβευτής Λίπερ σημειώνει στα απομνημονεύματά του (για τη συμφωνία της Βάρκιζας):
Ο Σιάντος με στολή εκστρατείας και καουτσουκένιες μπότες βολτάριζε στο δωμάτιο… Ο Μακμίλαν κι εγώ είχαμε καθήσει και πίναμε νερό μασουλώντας σάντουϊτς και περιμένοντας σαν χωροφύλακες τα θύματά μας να υπογράψουν τα χαρτιά τους.
(Παναγιώτης Βενάρδος, «Η συμφωνία της Βάρκιζας»).



Οι μορφές πάλης


Ποιες βασικές απαιτήσεις πρέπει να προβάλλει κάθε μαρξιστής κατά την εξέταση του ζητήματος των μορφών πάλης; Πρώτο, ο μαρξισμός διαφέρει απ' όλες τις πρωτόγονες μορφές σοσιαλισμού κατά το ότι δεν δεσμεύει το κίνημα με μια οποιαδήποτε καθορισμένη μορφή πάλης. Παραδέχεται τις πιο διαφορετικές μορφές πάλης, όμως δεν τις «επινοεί», αλλά μόνο γενικεύει, οργανώνει, προσδίνει συνειδητότητα σε εκείνες τις μορφές πάλης των επαναστατικών τάξεων που εμφανίζονται μόνες τους στην πορεία του κινήματος.
(Λένιν, τ. 14, σελ. 1).



Υποκειμενικότητα-Αντικειμενικότητα-Αναγκαιότητα-προσωπικότητα-αιτιότητα-δυνατότητα-τυχαίο-Μαρξισμός

Μάρξ, Κεφάλαιο, Πρόλογος: 
…αντιλαμβάνομαι την εξέλιξη των οικονομικών κοινωνικών σχηματισμών σαν φυσικοϊστορικό προτσές. 
…Αποδείχνοντας την αναγκαιότητα του σημερινού καθεστώτος, αποδείχνει συνάμα και την αναγκαιότητα ενός άλλου καθεστώτος στο οποίο πρέπει να περάσει εξάπαντος το πρώτο, αδιάφορο αν οι άνθρωποι το πιστεύουν ή δεν το πιστεύουν αυτό, αν έχουν ή δεν έχουν συνείδηση γι αυτό…
…αυτό που συντελείται στην οικονομική ζωή εξαρτιέται απ το βαθμό παραγωγικότητας των οικονομικών δυνάμεων…


Μάρξ: Γράμμα στον Κούγκελμαν, 17/4/1871: 
«Προφανώς θα ήταν πολύ βολικό να κάνεις την παγκόσμια ιστορία αν δεν μπαίνεις στη μάχη παρά μόνο «με σίγουρα ευνοϊκές συνθήκες». Απ το άλλο μέρος, θα είχε (σ.σ. η ιστορία) μυστικιστικό χαρακτήρα αν τα «τυχαία» δεν έπαιζαν σ αυτή κανένα ρόλο. Αυτά τα τυχαία μπαίνουν φυσικά στη γενική πορεία ανάπτυξης και ισοσταθμίζονται με άλλα τυχαία. Αλλά η επιτάχυνση και η καθυστέρηση εξαρτώνται κατά πολύ από τέτοια «τυχαία», στα οποία περιλαμβάνεται το «τυχαίο» του χαρακτήρα των ηγετών που πρώτοι μπαίνουν επικεφαλής της πορείας».
(Απ το βιβλίο της Έλλης Παππά «Η κομμούνα του 1871»).



Μαρξ, GRUNDRISSE, τ. ΙΙΙ, σελ 720: 
«Άλλο πράγμα είναι να παρουσιάσει κανείς την πραγματική διαδικασία, όπου και τα δύο - αυτό που ονομάζει περιστασιακή κίνηση, που όμως είναι το μόνιμο και πραγματικό και ο νόμος του, η μέση σχέση - και τα δυο εμφανίζονται σαν εξίσου ουσιαστικά.



«Η θεωρία της πραγματοποίησης είναι μια αφηρημένη θεωρία, που δείχνει πως συντελείται η αναπαραγωγή και η κυκλοφορία όλου του κοινωνικού κεφαλαίου. Απαραίτητες προϋποθέσεις αυτής της αφηρημένης θεωρίας είναι, πρώτο, να κάνει αφαίρεση του εξωτερικού εμπορίου, των εξωτερικών αγορών. Κάνοντας όμως αφαίρεση του εξωτερικού εμπορίου, η θεωρία της πραγματοποίησης δεν υποστηρίζει καθόλου ότι υπήρξε ποτέ ή ότι μπορούσε να υπάρξει κεφαλαιοκρατική κοινωνία χωρίς εξωτερικό εμπόριο. Δεύτερο, η αφηρημένη θεωρία της πραγματοποίησης προϋποθέτει και πρέπει να προϋποθέτει την αναλογική κατανομή του προϊόντος ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Προϋποθέτοντάς το όμως αυτό, η θεωρία της πραγματοποίησης δεν υποστηρίζει διόλου ότι στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία τα προϊόντα πάντοτε κατανέμονται ή μπορούν να κατανέμονται αναλογικά.
Η θεωρία της αξίας προϋποθέτει και πρέπει να προϋποθέτει την ισότητα της ζήτησης και της προσφοράς, ωστόσο δεν υποστηρίζει διόλου ότι στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία πάντοτε παρατηρούνταν και μπορούσε να παρατηρείται μια τέτοια ισότητα.
Όπως και κάθε άλλος νόμος του καπιταλισμού, ο νόμος της πραγματοποίησης «πραγματοποιείται μόνο μέσω της μη πραγματοποίησής του».
Αν τον Στρούβε τον συγχύζει το γεγονός ότι «η ολοκληρωμένη πραγματοποίηση είναι το ιδανικό της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, χωρίς νάναι καθόλου η πραγματικότητά της», εμείς θα του θυμίσουμε πως κι όλοι οι άλλοι νόμοι του καπιταλισμού, που ανακαλύφθηκαν απ τον Μάρξ, απεικονίζουν ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο, απλώς το ιδανικό του καπιταλισμού, δεν απεικονίζουν όμως καθόλου την πραγματικότητά του. «Σκοπός μας είναι, έγραφε ο Μάρξ, να δείξουμε την εσωτερική οργάνωση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, μόνο στο μέσο, ιδανικό, θα λέγαμε, τύπο του». Η θεωρία του κεφαλαίου προϋποθέτει πως ο εργάτης παίρνει όλη την αξία της εργατικής του δύναμης. Αυτό είναι το ιδανικό του καπιταλισμού, δεν είναι όμως καθόλου η πραγματικότητά του. Η θεωρία της γαιοπροσόδου, προϋποθέτει πως όλος ο γεωργικός πληθυσμός έχει χωριστεί ολοκληρωτικά σε γαιοκτήμονες, κεφαλαιοκράτες και μισθωτούς εργάτες. Αυτό είναι το ιδανικό του καπιταλισμού, δεν είναι όμως καθόλου η πραγματικότητά του. Η θεωρία της πραγματοποίησης προϋποθέτει την αναλογική κατανομή της παραγωγής. Αυτό είναι το ιδανικό του καπιταλισμού, δεν είναι όμως καθόλου η πραγματικότητά του».
(Λένιν, τ. 4, σελ 71-72 και 81-82 «Και πάλι για το ζήτημα της θεωρίας της πραγματοποίησης»).



Η μεγάλη βασική ιδέα πως δεν πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο σαν ένα σύμπλεγμα από έτοιμα πράγματα, μα σαν ένα σύμπλεγμα από διαδικασίες, όπου τα φαινομενικά σταθερά πράγματα, όχι λιγότερο από τις ιδεατές απεικονίσεις τους στο κεφάλι μας, τις έννοιες, περνούν μια αδιάκοπη αλλαγή γέννησης και εξαφάνισης, όπου, παρ όλη την φαινομενική συμπτωματικότητα και παρ όλες τις στιγμιαίες πισωδρομήσεις, επιβάλλεται στο τέλος μια προσεκτική εξέλιξη, αυτή η μεγάλη βασική σκέψη, έχει ιδιαίτερα από τον καιρό του Χέγκελ τόσο πολύ περάσει στην κοινή συνείδηση, που μόλις είναι δυνατό να την αμφισβητήσει κανείς στη γενικότητά της αυτή.
Έχουμε πάντα συνείδηση πως οι αποχτημένες γνώσεις είναι αναγκαστικά περιορισμένες, πως καθορίζονται από τις συνθήκες που αποχτήθηκαν και δεν μας κάνουν πια εντύπωση οι ανυπέρβλητες, για την κοινή μεταφυσική που εξακολουθεί ακόμα να επικρατεί, αντιθέσεις, ανάμεσα στο αληθινό και το ψεύτικο, το καλό και το κακό, το ταυτόσημο και το διαφορετικό, το αναγκαίο και το τυχαίο. Ξέρουμε πως οι αντιθέσεις αυτές έχουν μόνο σχετική ισχύ, πως αυτό που τώρα αναγνωρίζεται για αληθινό, έχει την κρυμμένη, που θα παρουσιαστεί αργότερα, ψεύτική του πλευρά, όπως και κείνο που τώρα το αναγνωρίζουμε για ψεύτικο, έχει την αληθινή του πλευρά, που χάρη σ αυτή μπορούσε προηγούμενα να περνάει για αληθινό. Ξέρουμε πως αυτό που ισχυριζόμαστε για αναγκαίο αποτελείται από καθαρές συμπτώσεις, και πως το δήθεν τυχαίο, είναι η μορφή που πίσω απ αυτή κρύβεται η αναγκαιότητα κ.ο.κ.
(Ένγκελς, «Λουδοβίκος Φόϋερμπαχ»).

Τυχαίο λέμε κάθε φαινόμενο που δεν οφείλεται σ ολόκληρη την προηγούμενη εξέλιξη, αν και επιδρά πάνω στην εξέλιξη αυτή σε αμοιβαία σχέση μ αυτή.
Το τυχαίο είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα. Δεν είναι μια απλή υποκειμενική άγνοια.
Το τυχαίο δεν είναι χωρίς αιτία. Το τυχαίο δεν είναι η απουσία της αιτιότητας, αλλά η απουσία της αναγκαιότητας.
Το τυχαίο και η αναγκαιότητα, που και το ένα και το άλλο υπάρχουν αντικειμενικά, αποτελούν στιγμές και κρίκους της αλληλεπίδρασης.
Δεν υπάρχει ούτε απόλυτη αναγκαιότητα, ούτε απόλυτο τυχαίο, αλλά κάθε διαδικασία είναι αναγκαία σε σχέση με κάποια άλλη και τυχαία σε σχέση με μια άλλη.
Το τυχαίο και η αναγκαιότητα μετατρέπονται διαρκώς το ένα στο άλλο.
Το τυχαίο όχι μόνο δεν είναι η άρνηση της αναγκαιότητας, αλλά είναι μια συμπληρωματική μορφή της αναγκαιότητας, η μορφή ύπαρξης και εκδήλωσής της. το γενικό υπάρχει μέσα στο μερικό και δια του μερικού, το εσωτερικό στο εξωτερικό, το ουσιώδες στο επουσιώδες, το αναγκαίο στο τυχαίο.
Η αναγκαιότητα κυριαρχεί πάνω στο τυχαίο.
Η γνώση της αναγκαιότητας δεν αποτελεί την ελευθερία. Είναι μόνο η προϋπόθεσή της, ο αναγκαίος όρος. Η ελευθερία του ανθρώπου βρίσκεται όχι μόνο στη γνώση της αναγκαιότητας, αλλά στην πρακτική που βασίζεται στη γνώση αυτή.
Η ελευθερία έχει έναν ιστορικό χαρακτήρα: η τεχνική, το επίπεδο ανάπτυξης των μέσων παραγωγής, αποτελούν σε κάθε εποχή της ιστορίας το μέτρο του βαθμού κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση. Η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση υποτάσσεται στην κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στις κοινωνικές του σχέσεις.
Αυτή η πρόοδος σε κάθε κοινωνία που στηρίζεται στον ανταγωνισμό των τάξεων, δέχεται έναν διπλό περιορισμό:
1.                       Οι δυνάμεις που αποκτά ο άνθρωπος με την τεχνική και την επιστήμη δεν χρησιμοποιούνται παρά στο βαθμό που η χρησιμοποίησή τους δεν αντιστρατεύεται τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης.
2.                       2. Οι δυνάμεις που αποκτά ο άνθρωπος με την τεχνική και την επιστήμη, δεν χρησιμοποιούνται παρά για τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης και χρησιμεύουν για να δυναμώσουν την εκμετάλλευση των εργαζόμενων τάξεων.
Η ίδια η κυρίαρχη τάξη δεν είναι ελεύθερη, με την έννοια ότι θα ήταν κυρίαρχη των κοινωνικών σχέσεων και του ίδιου του εαυτού της, γιατί είναι στενά υποδουλωμένη στην αναρχία του ανταγωνισμού και των κρίσεων του ίδιου του καθεστώτος της και στη νοοτροπία και στα πάθη που γεννιούνται απ αυτό το σύστημα. Αυτό που η τάξη αυτή ονομάζει ελευθερία της, είναι η χωρίς όρια άσκηση των ταξικών της προνομίων, δηλαδή η δύναμη να επιβάλλει τη θέλησή της σε μια άλλη τάξη.
(Ροζέ Γκαρωντύ, «Ελευθερία»).


Η ιστορία όμως της κοινωνικής εξέλιξης αποδείχνεται τώρα, σε ένα σημείο, ουσιαστικά διαφορετική απ την ιστορία της φύσης.
Στη φύση (οι νόμοι) εκδηλώνονται μόνο σαν τυφλοί, χωρίς συνείδηση, παράγοντες, που δρουν ο ένας πάνω στον άλλο και που μέσα στο αμοιβαίο παιχνίδι, ενεργεί ο γενικός νόμος.
Στην ιστορία της κοινωνίας, από το άλλο μέρος, αυτοί που δρουν είναι όλοι άνθρωποι προικισμένοι με συνείδηση, που δρουν από σκέψη ή από πάθος για ορισμένους σκοπούς. Τίποτα δεν γίνεται χωρίς συνειδητή πρόθεση, χωρίς θελημένο σκοπό. Αυτή όμως η διαφορά, όσο σπουδαία κι αν είναι, δεν μπορεί να μεταβάλει τίποτα στο περιστατικό, πως η πορεία της ιστορίας κυριαρχείται από εσωτερικούς γενικούς νόμους. Οι σκοποί των πράξεων είναι θελημένοι, μα τα αποτελέσματα που ακολουθούν πραγματικά τις πράξεις, δεν είναι θελημένα, ή και όσο και αν φαίνονται στην αρχή πως ανταποκρίνονται στους θελημένους σκοπούς, έχουν ωστόσο στο τέλος ολότελα διαφορετικές συνέπειες από κείνες που θέλαμε. Έτσι και τα ιστορικά γεγονότα παρουσιάζονται σαν να κυριαρχούνται από το τυχαίο. Μια κατάσταση ολότελα ανάλογη με την κατάσταση που επικρατεί στην ασυνείδητη φύση. Όπου όμως επιφανειακά το τυχαίο κάνει το παιχνίδι του, εκεί αυτό κυριαρχείται πάντοτε από εσωτερικούς κρυμμένους νόμους και το ζήτημα είναι μόνο ν ανακαλύψουμε τους νόμους αυτούς.
Όταν πρόκειται να ερευνήσουμε τις κινητήριες δυνάμεις που –συνειδητά ή ασυνείδητα, και πολύ συχνά μάλιστα ασυνείδητα- βρίσκονται πίσω από τα κίνητρα των ανθρώπων που δρουν στην ιστορία και που αποτελούν τις πραγματικές τελικές κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας, τότε το ζήτημα δεν είναι για τα κίνητρα ξεχωριστών ατόμων, όσο ονομαστά κι αν είναι αυτά, μα για τα κίνητρα που βάζουν σε κίνηση μεγάλες μάζες, ολόκληρους λαούς κ;ι μέσα σε κάθε λαό ολόκληρες πάλι τάξεις. Και ακόμα αυτό όχι για μια στιγμή, σαν την περαστική αναλαμπή μιας φωτιάς από άχυρα που σβήνει γρήγορα, μα σαν αδιάκοπη δράση που καταλήγει σε κάποια μεγάλη ιστορική μεταβολή.
Το να εξακριβώσουμε τις κινητήριες δυνάμεις που αντικαθρεφτίζονται εδώ, καθαρά ή θολά, άμεσα ή με μια ιδανική, ακόμα και θεοποιημένη μορφή, στα μυαλά των μαζών που δρουν και των αρχηγών τους, αυτών που ονομάζονται μεγάλοι άνδρες, αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος που θα μας βάλει στα ίχνη των νόμων που κυβερνούν την ιστορία, τόσο γενικά, όσο και στις ιδιαίτερες περίοδες και χώρες.
(Ένγκελς, «Λουδοβίκος Φόϋερμπαχ»).


Τελευταία ένας επικριτής του μαρξισμού βάζει ακόμα τούτο το ερώτημα: Αν ο ερχομός του σοσιαλισμού είναι μια αναγκαιότητα που απορρέει απ τους αναγκαίους νόμους ανάπτυξης του καπιταλισμού, γιατί να ιδρύουμε «κόμματα» και να βάζουμε σ αυτά το καθήκον να πραγματοποιήσουν αυτή την «αναγκαία» επανάσταση; Δεν ιδρύουμε ένα κόμμα για να φέρουμε την άνοιξη ή για να κάνουμε την έκλειψη της σελήνης! Ο φτωχός αυτός κακομοίρης που επαναλαβαίνει με μια υπνοβατική απάθεια «επιχειρήματα» που ανασκευάσθηκαν εδώ και πάνω από έναν αιώνα, ξεχνά απλώς ότι η ιστορική νομοτέλεια εκφράζεται μέσω των ζωντανών ανθρώπων, που έχουν συνείδηση, ιδέες, πάθη, επιθυμίες και ότι η νομοτέλεια αυτή δεν μπορεί πολύ περισσότερο να εκφραστεί έξω απ τις συγκεκριμένες αυτές συμπτώσεις, όπως οι νόμοι της βλάστησης του σταριού έξω από τα συγκεκριμένα αυτά τυχαία γεγονότα που είναι η φύση του εδάφους, η μικρότερη ή μεγαλύτερη υγρασία του κλίματος και του εδάφους, κλπ. Και όπως οι αναπόφευκτοι νόμοι της βλάστησης του σταριού για να εκδηλωθούν δεν αποκλείουν, αλλά αντίθετα απαιτούν να οργανώσουμε όλα αυτά τα τυχαία, έτσι και η νομοτέλεια του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Για να εκδηλωθεί, δεν αποκλείει, αλλά απαιτεί να «οργανώσουμε» όλα τα «τυχαία» μέσα απ τα οποία εκφράζεται.
Στην εποχή του ιμπεριαλισμού και των προλεταριακών επαναστάσεων, πραγματοποιούνται οι αντικειμενικοί όροι για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Η νίκη του προλεταριάτου γίνεται «δυνατή» και μπροστά στην εργατική τάξη και την πρωτοπορία της, το κομμουνιστικό κόμμα, μπαίνει το ζήτημα να βρει τα μέσα για να μεταβάλει τη δυνατότητα αυτή σε πραγματικότητα. Ο υποκειμενικός παράγοντας  της ιστορίας, αποκτά έτσι μια αποφασιστική σημασία, όταν υπάρχουν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη λύση ενός ιστορικού προβλήματος.
(Ροζέ Γκαρωντύ, «Ελευθερία»).


Οι άνθρωποι στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, έρχονται σε σχέσεις καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες απ τη θέλησή τους, σε σχέσεις παραγωγικές, που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα όπου έχει φτάσει η ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο των παραγωγικών αυτών σχέσεων, αποτελεί το οικονομικό οικοδόμημα της κοινωνίας, τη βάση την υλική, που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό οικοδόμημα και που σ αυτή αντιστοιχούν ορισμένες πάλι κοινωνικές μορφές συνείδησης. Ο τρόπος της παραγωγής της υλικής ζωής, καθορίζει γενικά την εξέλιξη της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής. Το τι είναι οι άνθρωποι, δεν καθορίζεται απ την συνείδησή τους, αλλά αντίστροφα, το κοινωνικό τους είναι καθορίζει τη συνείδησή τους.
(Μάρξ, «Κριτική της πολιτικής οικονομίας»).

Παραγωγικές δυνάμεις είναι τα εργαλεία με τη βοήθεια των οποίων παράγονται τα υλικά αγαθά, καθώς και οι άνθρωποι που τα χειρίζονται, σύμφωνα με την κατακτημένη πείρα και τις συνήθειες της εργασίας.
(Φιλοσοφικό λεξικό Ρόζενταλ-Γιουντίν).

Η πολιτική οικονομία δεν ασχολείται καθόλου με την «παραγωγή», αλλά με τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων στην παραγωγή, με την κοινωνική οργάνωση της παραγωγής. Όταν ξεκαθαρίζονται κι αναλύονται πέρα για πέρα οι κοινωνικές αυτές σχέσεις, καθορίζεται ταυτόχρονα και η θέση που έχει στην παραγωγή η κάθε τάξη, κι επομένως και το μερίδιο που παίρνει απ την εθνική κατανάλωση.
(Λένιν, τ. 3, «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία»).

Φρίντριχ Ενγκελς
Γράμμα στον Ε. Μπλοχ
21-22 Σεπτέμβρη του 1890 Λονδίνο
Στον Ε. Μπλοχ
... Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο καθοριστικός παράγοντας στην ιστορία σε τελευταία ανάλυση, η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής. Ούτε ο Μαρξ, ούτε εγώ ισχυριστήκαμε ποτέ τίποτα παραπάνω. Αν κάποιος τώρα το διαστρεβλώνει αυτό
έτσι που να βγαίνει πως ο οικονομικός παράγοντας είναι ο μοναδικά καθοριστικός, τότε μετατρέπει εκείνη τη θέση σε αφηρημένη, παράλογη φράση, που δε λέει τίποτα. - Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος: οι πολιτικές μορφές της
ταξικής πάλης και τ΄ αποτελέσματά της - οι θεσμοί που τους καθορίζει η νικήτρια τάξη ύστερα από τη μάχη που κέρδισε, κτλ. - οι νομικές μορφές κι ακόμα περισσότερο οι αντανακλάσεις όλων αυτών των πραγματικών αγώνων στον εγκέφαλο αυτών που συμμετέχουν στην πάλη, οι πολιτικές,
νομικές, φιλοσοφικές θεωρίες, οι θρησκευτικές αντιλήψεις και η παραπέρα ανάπτυξή τους σε συστήματα δογμάτων, ασκούν κι αυτά την επίδρασή τους πάνω στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις αυτά κυρίως καθορίζουν τη μορφή τους.
Υπάρχει μια αλληλεπίδραση όλων αυτών των στοιχείων, μέσα στην οποία επιβάλλεται σε τελευταία ανάλυση σαν αναγκαιότητα, η οικονομική κίνηση μέσα από το ατέλειωτο πλήθος των συμπτώσεων (δηλ. των πραγμάτων και γεγονότων που η μεταξύ τους εσωτερική συνάφεια είναι τόσο μακρινή ή τόσο αναπόδειχτη, που μπορούμε να τη θεωρήσουμε σαν ανύπαρχτη και να μη τη
λογαριάζουμε). Διαφορετικά, η εφαρμογή της θεωρίας σε μιαν οποιαδήποτε περίοδο της ιστορίας θα ήταν, μα την αλήθεια, ευκολότερη από τη λύση μιας απλής πρωτοβάθμιας εξίσωσης.
Την ιστορία μας, την κάνουμε εμείς οι ίδιοι, την κάνουμε όμως, πρώτα, κάτω από πολύ ορισμένες προϋποθέσεις και όρους. Απ΄ αυτούς οι οικονομικοί είναι που αποφασίζουν τελικά. Μα και οι πολιτικοί κτλ., ακόμα και η παράδοση που έχει στοιχειώσει στα κεφάλια των ανθρώπων, παίζουν κάποιο ρόλο, έστω κι αν δεν είναι ο αποφασιστικός. Και το πρώτο πρωσικό κράτος δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε παραπέρα από ιστορικά και σε τελευταία ανάλυση οικονομικά αίτια. Δύσκολα όμως θα μπορούσε κανείς, χωρίς σχολαστικισμούς, να ισχυριστεί ότι ανάμεσα στα πολλά κρατίδια της βόρειας Γερμανίας, ίσα - ίσα το Βραδεμβούργο ήταν εκείνο που προοριζόταν από την οικονομική αναγκαιότητα κι όχι κι από άλλους παράγοντες (πριν απ΄ όλα από το γεγονός ότι το Βραδεμβούργο, χάρη στο ότι κατείχε την Πρωσία, είχε μπλεχτεί στο πολωνικό ζήτημα και μέσον αυτού του ζητήματος στις διεθνείς πολιτικές σχέσεις, που έπαιξαν επίσης αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ισχύος του αυστριακού οίκου) να γίνει η μεγάλη δύναμη που ενσάρκωνε την οικονομική, γλωσσική και, από την εποχή της Μεταρρύθμισης και θρησκευτική διαφορά ανάμεσα στο Βορρά και το Νότο. Δύσκολα θα κατορθώσει κανείς να εξηγήσει με οικονομικά αίτια, δίχως να γίνει γελοίος, την ύπαρξη του κάθε γερμανικού κρατιδίου στο παρελθόν και στο παρόν, ή την προέλευση της τροπής των φθόγγων στην άνω – γερμανική διάλεχτο, που το γεωγραφικό ορεινό τείχος, που εκτείνεται από τα Σουδητικά όρη ως τον Τάουνους, την έχει ευρύνει σε ένα σωστό ρήγμα που χωρίζει όλη τη Γερμανία.
Δεύτερο, όμως, η ιστορία γίνεται έτσι, που το τελικό αποτέλεσμα βγαίνει πάντα από τις συγκρούσεις πολλών ατομικών θελήσεων, που η καθεμιά τους πάλι γίνεται τέτοια που είναι από ένα πλήθος ιδιαίτερες συνθήκες ζωής. Υπάρχουν λοιπόν εδώ αναρίθμητες δυνάμεις που διασταυρώνονται, μια ατέλειωτη ομάδα από παραλληλόγραμμα δυνάμεων, από τα οποία βγαίνει
μια συνισταμένη - δηλ. το ιστορικό. Το ιστορικό αυτό αποτέλεσμα μπορεί πάλι να θεωρηθεί σαν το προϊόν μιας δύναμης που κοιταγμένη στο σύνολό της δρα ασυνείδητα και άβουλα. Γιατί αυτό που θέλει το κάθε άτομο, εμποδίζεται από κάθε άτομο, εμποδίζεται από κάθε άλλο άτομο κι αυτό που προκύπτει είναι κάτι που κανένας δεν το θέλησε. Ετσι η ως τώρα ιστορία κυλά σαν ένα
φυσικό προτσές και υπόκειται κι αυτή ουσιαστικά στους ίδιους νόμους κίνησης. Ομως από το γεγονός, ότι οι ατομικές θελήσεις - που η καθεμιά τους θέλει εκείνο προς το οποίο τη σπρώχνουν η σωματική της διάπλαση και οι εξωτερικές, σε τελευταία ανάλυση οικονομικές συνθήκες (είτε οι δικές της προσωπικές είτε γενικές - κοινωνικές συνθήκες) - δεν πετυχαίνουν εκείνο που θέλουν, αλλά συγχωνεύονται σ΄ ένα γενικό μέσον όρο, σε μια κοινή συνισταμένη, από το γεγονός αυτό δεν έχει κανένας το δικαίωμα να συμπεράνει ότι οι θελήσεις αυτές είναι ίσες με μηδέν. Απεναντίας, η
καθεμιά συμβάλλει στη συνισταμένη και περιέχεται ανάλογα μέσα της.
Θα ήθελα ακόμα να σας παρακαλέσω να μελετήσετε τη θεωρία αυτή από τις πρώτες πηγές, κι όχι από δεύτερο χέρι. Είναι πραγματικά πολύ ευκολότερο. Ο Μαρξ δεν έχει γράψει σχεδόν τίποτε όπου η θεωρία αυτή να μην παίζει ένα ρόλο. Ιδιαίτερα όμως, "Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη" είναι ένα έξοχο παράδειγμα εφαρμογής αυτής της θεωρίας. Στο "Κεφάλαιο" επίσης υπάρχουν πολλές νύξεις. Μπορώ βέβαια να σας παραπέμψω επίσης στα έργα
μου: "Η ανατροπή της επιστήμης από τον κύριο Όυγκεν Ντύρινγκ" και "Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας", όπου έκανα την πιό διεξοδική έκθεση του ιστορικού υλισμού, απ΄ όσες υπάρχουν σήμερα.
Για το γεγονός ότι η νεολαία κάποτε δίνει στην οικονομική πλευρά μεγαλύτερη βαρύτητα απ΄ ότι της αναλογεί, φταίμε εν μέρει εμείς οι ίδιοι, ο Μαρξ κι εγώ. Απέναντι στους αντιπάλους μας, είμασταν υποχρεωμένοι να τονίζουμε τη βασική αρχή που την αρνιόνταν κι έτσι δεν υπήρχε πάντα ο χρόνος, ο τόπος και η ευκαιρία να δώσουμε τη θέση που ταιριάζει και στους άλλους
παράγοντες που συμμετέχουν στην αλληλεπίδραση. Μόλις όμως το ζήτημα έφτανε στην περιγραφή μιας ιστορικής περιόδου, δηλ. στην πραχτική εφαρμογή, άλλαζαν τα πράγματα και δε χωρούσε πια καμιά παρεξήγηση. Δυστυχώς όμως συμβαίνει πολύ συχνά να πιστεύει κανείς ότι έχει καταλάβει τέλεια μια νέα θεωρία και ότι μπορεί να τη χειρίζεται αμέσως, μόλις αφομοιώσει, και αυτό όχι πάντα σωστά, τις βασικές θέσεις. Και δε μπορώ ν΄ απαλλάξω απ΄ αυτή τη μομφή πολλούς από τους νεότερους "μαρξιστές". Ετσι έκαναν την εμφάνισή τους και θαυμάσια σκουπίδια κι απ΄αυτόν τον τομέα. 

Φρίντριχ Ενγκελς
Γράμμα στον Σταρκεμπουργκ
Λονδίνο, 25 του Γενάρη 1894
Αξιότιμε κύριε,
Ιδού η απάντηση στα ερωτήματά σας!
1. Με τις οικονομικές σχέσεις, που τις θεωρούμε σαν καθοριστική βάση της ιστορίας της κοινωνίας, εννοούμε τον τρόπο που οι άνθρωποι μιας ορισμένης κοινωνίας παράγουν τα μέσα συντήρησής τους κι ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα προϊόντα (εφόσον υπάρχει καταμερισμός της εργασίας). Δηλαδή, εδώ περιλαμβάνεται ολόκληρη η τεχνική της παραγωγής και των μεταφορών.
Η τεχνική αυτή κατά την αντίληψή μας καθορίζει επίσης τον τρόπο της ανταλλαγής καθώς και της διανομής των προϊόντων και, επομένως, ύστερα από τη διάλυση της κοινωνίας των γενών, καθορίζει και το διαχωρισμό των τάξεων, επομένως και τις σχέσεις κυριαρχίας και υποδούλωσης,
επομένως και το κράτος, την πολιτική, το δίκαιο κτλ. Ακόμα, στις οικονομικές σχέσεις περιλαβαίνεται και η γεωγραφική βάση που πάνω της ξετυλίγονται αυτές οι σχέσεις, και τα πραγματικά κληρονομημένα υπολείμματα από προηγούμενα στάδια ανάπτυξης που διατηρήθηκαν, συχνά μόνο από παράδοση ή με τη δύναμη της αδράνειας, και επίσης περιλαβαίνεται φυσικά και το περιβάλλον που περιβάλλει απ' τα έξω την κοινωνική αυτή μορφή.
Αν η τεχνική, όπως λέτε, εξαρτιέται στο μεγαλύτερό της μέρος από την κατάσταση της επιστήμης, πολύ περισσότερο ακόμα εξαρτιέται η επιστήμη από την κατάσταση και τις ανάγκες της τεχνικής. Οταν η κοινωνία έχει μια τεχνική ανάγκη, η ανάγκη αυτή προωθεί την επιστήμη περισσότερο από δέκα Πανεπιστήμια. Όλη η υδροστατική (Τορικέλι κτλ.) γεννήθηκε από την
ανάγκη να ρυθμιστούν οι ορεινοί χείμαρροι στην Ιταλία το XVI και XVII αιώνα. Για τον ηλεκτρισμό ξέρουμε κάτι το θετικό μόνο αφότου ανακαλύφθηκε η δυνατότητα της τεχνικής εφαρμογής του. Στη Γερμανία όμως έχουν δυστυχώς συνηθίσει να γράφουν την ιστορία των επιστημών έτσι σαν να είχαν πέσει οι επιστήμες απ' τον ουρανό.
2. Θεωρούμε τις οικονομικές συνθήκες, ότι είναι αυτό που καθορίζει σε τελευταία ανάλυση την ιστορική εξέλιξη. Μα και η φυλή ακόμα είναι οικονομικός παράγοντας. Υπάρχουν όμως εδώ δυο σημεία που δεν πρέπει να τα παραβλέπουμε:
α) Η πολιτική, νομική, φιλοσοφική, θρησκευτική, φιλολογική, καλλιτεχνική κτλ. Ανάπτυξη βασίζεται στην οικονομική. Όλες τους όμως αντεπιδρούν επίσης η μια πάνω στην άλλη και πάνω στην οικονομική βάση. Τα πράγματα όμως δεν έχουν καθόλου έτσι, ότι δηλαδή η οικονομική κατάσταση είναι η μόνη αιτία που δρα, ενώ όλα τα άλλα είναι μόνον παθητικό αποτέλεσμα. Εδώ έχουμε αλληλεπίδραση πάνω στη βάση της οικονομικής αναγκαιότητας που επιβάλλεται πάντα σε τελευταία ανάλυση. Το κράτος, λ.χ. επιδρά με τους προστατευτικούς δασμούς με το ελεύθερο εμπόριο, με μια καλή ή κακή φορολογία. Ακόμα και η θανάσιμη κόπωση και ανικανότητα του
Γερμανού μικροαστού, που πηγάζει από την οικονομική αθλιότητα της Γερμανίας στην περίοδο από το 1648 ως το 1830 και που εκδηλώθηκαν πρώτα με τον πιετισμό, κι ύστερα με το συναισθηματισμό και τη δουλική υποταγή στους ηγεμόνες και στους ευγενείς, δεν έμειναν χωρίς οικονομικά αποτελέσματα. Αποτέλεσαν ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την καινούρια άνοδο και κλονίστηκαν μόνο όταν οι πόλεμοι της επανάστασης και του Ναπολέοντα έκαναν τη χρόνια αθλιότητα να περάσει σε οξεία μορφή. Δεν είναι λοιπόν, όπως θέλουν να φαντάζονται μερικοί, γιατί τους έρχεται βολικά, ένα αυτόματο αποτέλεσμα της οικονομικής κατάστασης, αλλά οι ίδιοι οι
άνθρωποι κάνουν την ιστορία τους, την κάνουν όμως μέσα σ' ένα δοσμένο, καθοριστικό γι' αυτούς περιβάλλον, πάνω στη βάση πραγματικών σχέσεων που προϋπήρχαν, και που ανάμεσά τους οι οικονομικές συνθήκες, όσο κι αν επηρεάζονται από τις υπόλοιπες πολιτικές και ιδεολογικές συνθήκες, είναι ωστόσο, σε τελευταία ανάλυση, οι αποφασιστικές και αποτελούν τον κόκκινο μίτο που περνά μέσα απ' όλες και που μόνον αυτός οδηγεί στην κατανόηση.
β) Οι ίδιοι οι άνθρωποι κάνουν την ιστορία τους, την κάνουν όμως ως τώρα όχι με συλλογική θέληση, σύμφωνα μ' ένα γενικό σχέδιο, ούτε καν μέσα στα πλαίσια μιας καθορισμένης, δοσμένης κοινωνίας. Οι προσπάθειές τους διασταυρώνονται, κι ακριβώς γι' αυτό σ' όλες αυτές τις κοινωνίες κυριαρχεί η αναγκαιότητα, που ολοκλήρωση και μορφή έκφρασής της είναι η σύμπτωση.
Η αναγκαιότητα που επιβάλλεται εδώ, μέσα από κάθε λογής συμπτώσεις, είναι πάλι, σε τελευταία ανάλυση, η οικονομική αναγκαιότητα. Και δω φτάνουμε στην εξέταση του ζητήματος των λεγόμενων μεγάλων ανδρών. Οτι κάποιος, κι ακριβώς αυτός ο μεγάλος άνδρας εμφανίζεται σε τούτη την ορισμένη εποχή, σ' αυτή τη δοσμένη χώρα, είναι φυσικά καθαρή σύμπτωση. Αν όμως τον σβήσουμε, τότε ζητείται αντικαταστάτης του, κι αυτός ο αντικαταστάτης βρίσκεται tant, bien que mal1, μα βρίσκεται με τον καιρό. Οτι ο Ναπολέοντας, ακριβώς αυτός ο Κορσικανός, ήταν ο στρατιωτικός δικτάτορας που τον έκανε απαραίτητο η εξαντλημένη από το δικό της πόλεμο Γαλλική Δημοκρατία, αυτό ήταν σύμπτωση. Οτι όμως, αν έλειπε ένας Ναπολέοντας, ένας άλλος θα είχε πάρει τη θέση του, αυτό αποδείχνεται από το γεγονός ότι βρισκόταν πάντα ο άνθρωπος μόλις χρειαζόταν: ο Καίσαρας, ο Αύγουστος, ο Κρόμβελ κτλ. Αν ο Μαρξ ανακάλυψε την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο Τιερί, ο Μινιέ, ο Γκιζό και όλοι οι Αγγλοι ιστορικοί ως το 1850 αποδείχνουν ότι τα πράγματα έτειναν σ' αυτήν, κι η ανακάλυψη της ίδιας αντίληψης από τον Μόργκαν, αποδείχνει ότι ο καιρός ήταν ώριμος γι' αυτήν και ότι ακριβώς έπρεπε να ανακαλυφθεί.
Το ίδιο γίνεται και με όλες τις άλλες συμπτώσεις και τις φαινομενικές συμπτώσεις στην ιστορία. Οσο περισσότερο ο τομέας που μελετάμε απομακρύνεται από τον οικονομικό και πλησιάζει στον καθαρά αφηρημένο ιδεολογικό, τόσο περισσότερο θα βρίσκουμε ότι παρουσιάζει στην εξέλιξή του συμπτώσεις, τόσο περισσότερο η καμπύλη του διαγράφει ζικ-ζακ. Αν όμως
χαράξετε τον μέσο άξονα της καμπύλης, θα δείτε ότι όσο μακρύτερη είναι η εξεταζόμενη περίοδος κι όσο μεγαλύτερο το μελετώμενο πεδίο, τόσο περισσότερο αυτός ο άξονας είναι παράλληλος με τον άξονα της οικονομικής ανάπτυξης.
Στη Γερμανία, το μεγαλύτερο εμπόδιο για τη σωστή κατανόηση είναι η ανεύθυνη παραμέληση της οικονομικής ιστορίας στη φιλολογία. Είναι πολύ δύσκολο να ξεσυνηθίσει κανείς τις αντιλήψεις για την ιστορία που του μπάσαν στο κεφάλι του όταν φοιτούσε στο σχολειό, μα ακόμα πιο δύσκολο είναι να συγκεντρώσει το υλικό που χρειάζεται γι' αυτό. Ποιος λ.χ. έχει διαβάσει έστω και μόνο το γέρο Γκ. φον Γκίλιχ2, που στη συλλογή του, που αποτελείται από στεγνά στοιχεία, έχει ωστόσο τόσο υλικό για την εξήγηση αναρίθμητων πολιτικών γεγονότων!
Αλλωστε, το ωραίο παράδειγμα που έδωσε ο Μαρξ στη «18η Μπρυμαίρ» θα πρέπει, νομίζω, να σας απαντά αρκετά στα ερωτήματά σας, ακριβώς γιατί είναι ένα πρακτικό παράδειγμα.
Πιστεύω επίσης ότι έχω θίξει κιόλας τα περισσότερα σημεία στο «Αντι-Ντύρινγκ», Ι, κεφ. 9-11, και ΙΙ κεφ. 2-4, καθώς και ΙΙΙ, κεφ. 1 ή στην εισαγωγή και ύστερα στο τελευταίο μέρος του «Φόϊερμπαχ».
Παρακαλώ να μην ψιλοκοσκινίσετε την κάθε λέξη από τα παραπάνω, μα να έχετε πάντα υπόψη τη συνοχή. Λυπάμαι που δεν έχω τον καιρό να σας τα γράψω επεξεργασμένα με την ίδια ακρίβεια που θα ήμουνα υποχρεωμένος να τα γράψω για τη δημοσιότητα...
Φρίντριχ Ενγκελς


Ο αντικειμενιστής μιλάει για την αναγκαιότητα ενός δοσμένου ιστορικού προτσές. Ο υλιστής διαπιστώνει με ακρίβεια το δοσμένο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό και τις ανταγωνιστικές σχέσεις που γεννά.
Ο αντικειμενιστής αποδείχνοντας την αναγκαιότητα μιας δοσμένης σειράς γεγονότων, κινδυνεύει πάντα να ξεστρατίσει προς την άποψη του απολογητή αυτών των γεγονότων. Ο υλιστής ξεσκεπάζει τις ταξικές αντιθέσεις κι έτσι καθορίζει την άποψή του.
Ο αντικειμενιστής μιλάει για «ακατανίκητες τάσεις στην ιστορική εξέλιξη». Ο υλιστής μιλάει για την τάξη εκείνη που «διευθύνει» ένα δοσμένο οικονομικό καθεστώς, δημιουργώντας ορισμένες μορφές αντίδρασης των άλλων τάξεων.
Έτσι ο υλιστής, από τη μια μεριά, είναι πιο συνεπής από τον αντικειμενιστή και εφαρμόζει τον αντικειμενισμό του πιο βαθιά και πιο πλέρια. Δεν περιορίζεται να τονίζει την αναγκαιότητα του προτσές, αλλά διασαφηνίζει ποιος ακριβώς κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός δίνει περιεχόμενο σ αυτό το προτσές, ποια ακριβώς τάξη καθορίζει αυτή την αναγκαιότητα.
Στην προκειμένη περίπτωση λ.χ. ο υλιστής δεν θα αρκούνταν να διαπιστώσει τις «ακατανίκητες τάσεις στην ιστορική εξέλιξη», αλλά θα τόνιζε ότι υπάρχουν ορισμένες τάξεις που καθορίζουν το περιεχόμενο αυτού του καθεστώτος και αποκλείουν τη δυνατότητα άλλης διεξόδου, έξω από τη δράση των ίδιων των παραγωγών.
Από την άλλη μεριά, ο υλισμός συνεπάγεται μπορούμε να πούμε, την κομματικότητα, υποχρεώνοντας κάθε φορά που δίνεται η εκτίμηση ενός γεγονότος, ν ακολουθείται άμεσα και ανοιχτά η άποψη μιας ορισμένης κοινωνικής ομάδας.

Το βασικό χαρακτηριστικό των συλλογισμών του συγγραφέα, που το τονίσαμε απ την αρχή, είναι ο στενός αντικειμενισμός του – που περιορίζεται στο ν αποδείξει το αναπόφευκτο και την αναγκαιότητα του προτσές και που δεν προσπαθεί ν αποκαλύψει σε κάθε συγκεκριμένο στάδιο αυτού του προτσές, τη μορφή του ταξικού ανταγωνισμού που προσιδιάζει σ αυτό – αντικειμενισμός που χαρακτηρίζει το προτσές γενικά, κι όχι τις ανταγωνιστικές τάξεις χωριστά, που από την πάλη τους διαμορφώνεται αυτό το προτσές.

Ο ντετερμινισμός όχι μόνο δεν προϋποθέτει τη μοιρολατρεία, αλλά απεναντίας, δημιουργεί ίσα-ίσα έδαφος για λογική δράση.
(Λένιν, τ. 1, «Το οικονομικό περιεχόμενο του ναροντνικισμού»).


Πάνω στη δοσμένη οικονομική βάση της ρωσικής επανάστασης είναι αντικειμενικά δυνατές δυο βασικές γραμμές ανάπτυξης και έκβασής της:
Ή η παλιά τσιφλικάδικη οικονομία, που συνδέεται με χιλιάδες νήματα με τη δουλοπαροικία, διατηρείται και μετατρέπεται σιγά-σιγά σε καθαρά καπιταλιστική «γιουνκερική» οικονομία. Ή την παλιά τσιφλικάδικη οικονομία τη συντρίβει η επανάσταση, που καταστρέφει όλα τα υπολείμματα της δουλοπαροικίας και πριν απ όλα τη μεγάλη γαιοκτησία.
Είναι δυνατό φυσικά να γίνουν άπειροι συνδυασμοί στοιχείων του άλφα ή του βήτα τύπου κεφαλαιοκρατικής εξέλιξης.
(Λένιν, τ. 3, «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία»).

Γενικά τα μπολσεβίκικα συνθήματα και ιδέες έχουν επιβεβαιωθεί πλήρως απ την ιστορία, συγκεκριμένα όμως τα πράγματα διαμορφώθηκαν διαφορετικά απ ό,τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς, πιο πρωτότυπα, πιο ιδιόμορφα, πιο ποικιλόμορφα.
…επαναλαμβάνουν αβασάνιστα μια αποστηθισμένη διατύπωση, αντί να μελετήσουν την ιδιομορφία της νέας, της ζωντανής πραγματικότητας.
Η επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς έχει ήδη πραγματοποιηθεί στη ρωσική επανάσταση, γιατί η διατύπωση αυτή προβλέπει μόνο το συσχετισμό των τάξεων και όχι το συγκεκριμένο πολιτικό θεσμό, που πραγματώνει αυτό το συσχετισμό. Το Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών, να η πραγματοποιημένη ήδη απ τη ζωή επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς. Η διατύπωση αυτή πάλιωσε πια. Η ζωή την έβγαλε απ το βασίλειο των διατυπώσεων και την έμπασε στο βασίλειο της πραγματικότητας, της έδωσε σάρκα και οστά, τη συγκεκριμενοποίησε και έτσι την τροποποίησε. Ο μαρξιστής πρέπει να μπαίρνει υπόψη του τη ζωντανή πραγματικότητα, τα ακριβή γεγονότα της πραγματικότητας και όχι να εξακολουθεί να αγκιστρώνεται απ τη θεωρία του χθες, που όπως και κάθε θεωρία, στην καλύτερη περίπτωση προδιαγράφει απλώς το βασικό, το γενικό, πλησιάζει απλώς στη σύλληψη της πολυπλοκότητας της ζωής.
(Λένιν, τ. 31, «Γράμματα για την τακτική-εκτίμηση της στιγμής»).

Ο καθένας ξέρει ότι ο επιστημονικός σοσιαλισμός δεν χάραξε ποτέ κανενός είδους προοπτικές για το μέλλον. Περιορίστηκε στην ανάλυση του σύγχρονου αστικού καθεστώτος, στη μελέτη των τάσεων εξέλιξης της κεφαλαιοκρατικής κοινωνικής οργάνωσης, και τίποτε περισσότερο.
«Εμείς δεν λέμε στον κόσμο, έγραφε ο Μάρξ ακόμα από το 1843, «πάψε να παλαίβεις, όλος ο αγώνας σου δεν έχει κανένα νόημα». Εμείς του δίνουμε το αληθινό σύνθημα του αγώνα. Εμείς δείχνουμε απλώς στον κόσμο για ποιο πράγμα στην ουσία αγωνίζεται. Όσο για τη συνείδηση, είναι ένα πράγμα, που ο κόσμος θα το αποχτήσει το δίχως άλλο, είτε το θέλει είτε όχι.
Ο καθένας ξέρει λ.χ. ότι «Το κεφάλαιο», αυτό το κύριο και βασικό έργο, που εκθέτει τον επιστημονικό σοσιαλισμό, περιορίζεται στους πιο γενικούς υπαινιγμούς για το μέλλον και δεν ερευνά παρά μόνο τα στοιχεία που υπάρχουν σήμερα και μέσα από τα οποία βγαίνει το μελλοντικό καθεστώς.
(Λένιν, τ. 1, «Τι είναι οι φίλοι του λαού»).


Υπάρχει μια εξέλιξη που έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και μπορεί να μελετηθεί και να χαραχτεί μια πορεία στο μέλλον. Οι ενεργοί όμως παράγοντες που παρεμβαίνουν στην εξέλιξη, έχουν δυνατότητες και το πώς θ αναπτύξουν αυτές τις δυνατότητες και πόσο θα παρέμβουν και θα διαμορφώσουν την εξέλιξη, αυτό δεν μπορεί εκ των προτέρων να προβλεφθεί, να διασφαλιστεί και να αντικειμενοποιηθεί. Αυτή είναι η δημιουργικότητα, η πρωτοτυπία, η φαντασία και το απρόβλεπτο της πραγματικής ζωής. Αλλιώς: μπορούμε να προβλέψουμε το σκελετό της εξέλιξης. Η πραγματική όμως διαμόρφωσή της, είναι οι ιστοί που θα πλαισιώσουν τον σκελετό, που θα κρίνουν τι πρόσημο θα έχουν, που θα τον οδηγήσουν, τι μορφή θα δώσουν».
(Γιώργος Παπανικολάου, «Μια θεμελιώδης αντίφαση - σημασία της δημοκρατίας στον σημερινό κόσμο»). 



Ο Προυντόν πάλι προσπαθεί να παρουσιάσει το πραξικόπημα σαν αποτέλεσμα της ιστορικής ανάπτυξης που προηγήθηκε. Απαρατήρητα όμως, η ιστορική έκθεση του πραξικοπήματος μετατρέπεται σε μια ιστορική απολογία του ήρωά του. Πέφτει έτσι στο λάθος που κάνουν οι λεγόμενοι αντικειμενικοί ιστορικοί μας.
Εγώ, αντίθετα, αποδείχνω πως η πάλη των τάξεων στη Γαλλία δημιούργησε τέτοιες συνθήκες και σχέσεις, που έδωσαν τη δυνατότητα σ ένα μέτριο και γελοίο πρόσωπο, να παίξει το ρόλο του ήρωα.
(Μάρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη»).



Ο ρόλος της προσωπικότητας. 
Ο συγγραφέας μας υποκαθιστά με τον μηχανιστικό ντετερμινισμό την διαλεκτική δημιουργία των ιστορικών διαδικασιών. 
Από δω οι φτηνές σκάντζες για το ρόλο των προσώπων, καλών και κακών. Η ιστορία είναι μια διαδικασία της πάλης των τάξεων. Αλλά οι τάξεις δεν φέρουν το πλήρες βάρος τους αυτόματα και ταυτόχρονα. 
Στη διαδικασία της πάλης των τάξεων δημιουργούνται διάφορα όργανα που παίζουν έναν σημαντικό και ανεξάρτητο ρόλο και είναι υποκείμενα σε παραμορφώσεις. Αυτό επίσης παρέχει τη βάση για το ρόλο των προσωπικοτήτων στην ιστορία. 
Υπάρχουν φυσικά μεγάλες αντικειμενικές αιτίες που δημιούργησαν τον απολυταρχικό ρόλο του Χίτλερ αλλά μόνο ένας αμβλύνους δογματιστής του «ντετερμινισμού» θα μπορούσε ν αρνηθεί σήμερα τον τεράστιο ιστορικό ρόλο του Χίτλερ. Η άφιξη του Λένιν στην Πετρούπολη στις 3 Απρίλη 1917 έβαλε μέσα στις εξελίξεις το μπολσεβίκικο κόμμα και το κατέστησε ικανό να οδηγήσει την επανάσταση στη νίκη. 
Οι σοφοί μας μπορεί να πουν ότι εάν ο Λένιν είχε πεθάνει πριν τις αρχές του 1917, η οκτωβριανή επανάσταση θα εξελίσσονταν με «ακριβώς τον ίδιο τρόπο». Αλλά αυτό δεν είναι έτσι. 
Ο Λένιν αντιπροσώπευε ένα από τα ζωτικά στοιχεία της ιστορικής διαδικασίας. Αυτός ενσάρκωνε την εμπειρία και τη διορατικότητα του περισσότερο ενεργού τμήματος του προλεταριάτου.
Η έγκαιρη εμφάνισή του στην αρένα της επανάστασης ήταν αναγκαία για να κινητοποιήσει την εμπροσθοφυλακή και να της παράσχει τη δυνατότητα ν ανασυντάξει την εργατική τάξη και τις αγροτικές μάζες.
Η πολιτική ηγεσία στις κρίσιμες στιγμές των ιστορικών καμπών μπορεί να γίνει τόσο αποφασιστικός παράγοντας, όσο είναι ο ρόλος της κεντρικής διοίκησης κατά τη διάρκεια των κρίσιμων στιγμών του πολέμου.
Η ιστορία δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία.
Αλλιώς, προς τι οι ηγέτες; Προς τι τα κόμματα; Προς τι τα προγράμματα; Προς τι οι θεωρητικοί αγώνες; 
(Τρότσκι, «Τάξη, κόμμα και ηγεσία»). 


Ο ναρόντνικος βεβαιώνει ότι είναι ρεαλιστής. «Την ιστορία τη φτιάχνουν οι ζωντανές «προσωπικότητες», κι εγώ, λέει ο ναρόντνικος, αρχίζω ακριβώς από τα «αισθήματα» του βιοτέχνη που είναι αρνητικά διατεθειμένος απέναντι στο σημερινό καθεστώς και από τις σκέψεις του για την οργάνωση ενός καλύτερου καθεστώτος, ενώ ο μαρξιστής μιλάει για κάποια αναγκαιότητα και για κάποιο αναπόφευκτο. Είναι μυστικιστής και μεταφυσικός.
Πραγματικά, απαντάει αυτός ο μυστικιστής, την ιστορία τη φτιάχνουν οι «ζωντανές προσωπικότητες», κι εγώ, εξετάζοντας το ζήτημα: γιατί στη βιοτεχνία οι κοινωνικές σχέσεις διαμορφώθηκαν έτσι κι όχι αλλιώς (εσείς ούτε καν θέσατε αυτό το πρόβλημα!), εξέτασα ακριβώς το ζήτημα, πως οι «ζωντανές προσωπικότητες» έφτιαξαν κι εξακολουθούν να φτιάχνουν την ιστορία τους. κι εγώ κρατούσα στα χέρια το ασφαλές κριτήριο ότι έχω να κάνω με «ζωντανά», πραγματικά πρόσωπα, με πραγματικές σκέψεις και πραγματικά αισθήματα:το κριτήριο αυτό συνίστατο στο γεγονός ότι οι «σκέψεις και τα αισθήματά» τους είχαν εκφραστεί πια σε πράξεις, είχαν δημιουργήσει ορισμένες κοινωνικές σχέσεις.
Είναι αλήθεια ότι εγώ δεν λέω ποτέ ότι «την ιστορία τη φτιάχνουν οι ζωντανές προσωπικότητες» (γιατί μου φαίνεται ότι πρόκειται για λόγια χωρίς περιεχόμενο). Μελετώντας όμως τις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις και την πραγματική τους ανάπτυξη, μελετώ ίσα-ίσα το προϊόν της δράσης των ζωντανών προσώπων.

Ο υλιστής κοινωνιολόγος, που σαν αντικείμενο της μελέτης του παίρνει ορισμένες κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων, μελετάει ταυτόχρονα και τις πραγματικές προσωπικότητες, από τις πράξεις των οποίων απαρτίζονται αυτές οι σχέσεις.
Ο υποκειμενιστής κοινωνιολόγος, που ο συλλογισμός του ξεκινάει δήθεν απ τις «ζωντανές προσωπικότητες», στην πραγματικότητα αρχίζει αποδίδοντας σ αυτές τις προσωπικότητες «σκέψεις και αισθήματα» που τα θεωρεί ορθολογικά (γιατί, απομονώνοντας τις «προσωπικότητές» του από τη συγκεκριμένη κοινωνική κατάσταση, χάνει έτσι τη δυνατότητα να μελετήσει τις πραγματικές τους σκέψεις και τα πραγματικά τους αισθήματα), δηλ. «αρχίζει με μια ουτοπία».
Εκφέροντας τις κρίσεις τους για την «προσωπικότητα» οι υποκειμενιστές, καθόριζαν το περιεχόμενο αυτής της έννοιας (δηλ. τις «σκέψεις και τα αισθήματα» αυτής της προσωπικότητας, τις κοινωνικές της πράξεις) a priori (εκ των προτέρων, κατά τρόπο ανεπίδεκτο κριτικής διερεύνησης), αντικαθιστούσαν δηλ. τη «μελέτη της κοινωνικής ομάδας» με τις ουτοπίες τους.
Στους συλλογισμούς τους οι υποκειμενιστές ναρόντνικοι ξεκινούν από τα «ιδανικά», χωρίς να σκεφτούν καθόλου ότι τα ιδανικά αυτά μπορούσαν να είναι απλώς μια ορισμένη αντανάκλαση της πραγματικότητας, ότι συνεπώς είναι απαραίτητο να επαληθευτούν με γεγονότα, να αναχθούν σε γεγονότα.

Οι συλλογισμοί των υποκειμενιστών  για «κοινωνία» γενικά, αντικαταστάθηκαν με τη μελέτη των καθορισμένων μορφών συγκρότησης της κοινωνίας.
Οι πράξεις των «ζωντανών προσώπων» μέσα στα πλαίσια κάθε τέτοιου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, πράξεις απεριόριστης ποικιλίας, γενικεύτηκαν και ανάχθηκαν στις πράξεις ομάδων προσώπων, που ξεχώριζαν μεταξύ τους όσον αφορά το ρόλο που έπαιζαν μέσα στο σύστημα των σχέσεων παραγωγής, όσον αφορά τους όρους παραγωγής και συνεπώς τους όρους της ζωής τους, και όσον αφορά τα συμφέροντα που καθορίζονται απ αυτούς τους όρους, με δυο λόγια, στις πράξεις των τάξεων, που η πάλη τους καθόριζε την ανάπτυξη της κοινωνίας.
Έτσι ανατράπηκε η παιδικά αφελής, καθαρά μηχανιστική άποψη των υποκειμενιστών για την ιστορία, που ικανοποιούνταν με τη θέση ότι την ιστορία τη φτιάχνουν τα ζωντανά πρόσωπα και δεν θέλανε να ξεδιαλύνουν από ποιες κοινωνικές συνθήκες και πως ακριβώς καθορίζεται η δράση τους. ο υποκειμενισμός αντικαταστάθηκε με την αντίληψη ότι το κοινωνικό προτσές είναι ένα φυσικοϊστορικό προτσές.

Το ζήτημα έπρεπε να τοποθετηθεί ολοκληρωτικά στο έδαφος της ρωσικής πραγματικότητας, στο έδαφος της εξήγησης εκείνου που υπάρχει και της εξήγησης των λόγων για τους οποίους υπάρχει έτσι κι όχι διαφορετικά: σκόπιμα οι ναρόντνικοι στήριζαν όλη την κοινωνιολογία τους πάνω στο τι «μπορεί να γίνει» κι όχι πάνω στην ανάλυση της πραγματικότητας.
(Λένιν, τ. 1, «Το οικονομικό περιεχόμενο του ναροντνικισμού»).




Θεωρία-πρακτική

Τονίζοντας την ανάγκη, τη σπουδαιότητα και την έκταση της θεωρητικής δουλειάς των σοσιαλδημοκρατών δεν θέλω καθόλου να πω ότι η δουλειά αυτή πρέπει να μπει στην πρώτη θέση σε  σχέση με την πρακτική δουλειά. [Αντίθετα. Στην πρώτη θέση αναμφισβήτητα μπαίνει πάντα η πραχτική δουλειά της προπαγάνδας και της ζύμωσης. Κι αυτό γιατί, πρώτο, η θεωρητική δουλειά απλώς δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα που βάζει η πραχτική δουλειά. Και δεύτερο, οι σοσιαλδημοκράτες αναγκάζονται πολύ συχνά, για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή τους, να περιορίζονται μόνο στη θεωρητική δουλειά, και γι αυτό δεν μπορούν παρά να θεωρούν πολύτιμη κάθε στιγμή που είναι δυνατή η πραχτική δράση] και πολύ περισσότερο δεν θέλω να πω ότι η δεύτερη πρέπει ν αναβληθεί ωσότου τελειώσει η πρώτη.
Βέβαια αν το καθήκον των σοσιαλιστών ήταν ν αναζητούν «άλλους (εκτός απ τους πραγματικούς) δρόμους εξέλιξης» της χώρας, στην περίπτωση αυτή είναι φυσικό ότι η πραχτική δουλειά θα γίνει δυνατή μόνο τότε όταν οι μεγαλοφυείς φιλόσοφοι θ ανακαλύψουν και θα δείξουν αυτούς τους «άλλους δρόμους».
Εντελώς διαφορετικά παρουσιάζονται τα πράγματα όταν το καθήκον των σοσιαλιστών συνοψίζεται στο να είναι οι ιδεολογικοί καθοδηγητές του προλεταριάτου στην πραγματική του πάλη ενάντια στους πραγματικούς και αληθινούς εχθρούς του, που στέκονται μπροστά του στον πραγματικό δρόμο της δοσμένης κοινωνικο-οικονομικής εξέλιξης. Μ αυτούς τους όρους η θεωρητική και η πραχτική δουλειά συγχωνεύονται σε μια μόνη δουλειά, που τη χαρακτήρισε τόσο εύστοχα ο Λήμπνεχτ με τα λόγια: να μελετάμε, να προπαγανδίζουμε, να οργανώνουμε.
(Λένιν, τ. 1, «Τι είναι οι φίλοι του λαού»).

Το κόμμα δεν έπαψε να υπάρχει, μόνο που κλείστηκε στον εαυτό του για να συγκεντρώσει δυνάμεις και να στηρίξει το έργο της συνένωσης όλων των ρώσων σοσιαλδημοκρατών σε στέρεη βάση. Η πραγματοποίηση αυτής της συνένωσης, η επεξεργασία της κατάλληλης γι αυτήν μορφής, η οριστική απαλλαγή απ τον στενό τοπικό κατατεμαχισμό, αυτό είναι το άμεσο και το πιο επιταχτικό καθήκον των ρώσων σοσιαλδημοκρατών.
(Λένιν, τ. 4, «Το άμεσο καθήκον μας»).



Το πρόγραμμα

Η σοσιαλιστική διανόηση μόνο τότε μπορεί να υπολογίζει σε γόνιμη δράση, όταν βάλει τέλος στις αυταπάτες κι αρχίσει ν αναζητεί στήριγμα στην πραγματική κι όχι στην επιθυμητή εξέλιξη της Ρωσίας, στις πραγματικές κι όχι στις ενδεχόμενες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις. Η θεωρητική της δράση πρέπει παράλληλα να κατευθυνθεί στη συγκεκριμένη μελέτη όλων των μορφών του οικονομικού ανταγωνισμού στη Ρωσία, στη μελέτη της σύνδεσής τους και της διαδοχικής τους ανάπτυξης. Πρέπει ν αποκαλύψει αυτό τον ανταγωνισμό παντού όπου είναι σκεπασμένος με την πολιτική ιστορία, με τις ιδιομορφίες του νομικού καθεστώτος, με τις θεωρητικές προλήψεις που έχουν επικρατήσει. Πρέπει να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη εικόνα της πραγματικότητάς μας, σαν καθορισμένου συστήματος σχέσεων παραγωγής, να δείξει τον αναγκαίο χαρακτήρα της εκμετάλλευσης και της απαλλοτρίωσης των εργαζομένων μέσα σ αυτό το σύστημα, να δείξει τη διέξοδο εκείνη απ αυτό το καθεστώς, την οποία υποδείχνει η οικονομική εξέλιξη.
(Λένιν, τ. 1, «Τι είναι οι φίλοι του λαού»).

Ο μαρξιστής σκέφτεται διαφορετικά. Η γνωριμία του με την κατάσταση των βιοτεχνικών επαγγελμάτων γεννάει μέσα του, εκτός από το ερώτημα αν αυτή η κατάσταση είναι καλή ή άσχημη, και το ερώτημα, τι είδους είναι η οργάνωση αυτών των βιοτεχνικών επαγγελμάτων, δηλ πως και γιατί ακριβώς έτσι κι όχι διαφορετικά διαμορφώνονται οι σχέσεις ανάμεσα στους βιοτέχνες κατά την παραγωγή ενός δοσμένου προϊόντος.
Γι αυτό συμπεραίνει ο μαρξιστής, με μια τέτοια οργάνωση της κοινωνικής οικονομίας, η απαλλοτρίωση του παραγωγού και η εκμετάλλευσή του είναι πράγματα πέρα για πέρα αναπόφευκτα, είναι πέρα για πέρα αναπόφευκτη η υποταγή των φτωχών στους πλούσιους και η αντίθεση των συμφερόντων τους, που δίνει περιεχόμενο στην επιστημονική έννοια της πάλης των τάξεων. Συνεπώς συμφέρον του παραγωγού δεν είναι καθόλου να συμβιβάσει αυτά τα αντιτιθέμενα στοιχεία, μα απεναντίας ν αναπτύξει την αντίθεση, ν αναπτύξει την συνείδηση αυτής της αντίθεσης.
Το ζήτημα έπρεπε να τοποθετηθεί ολοκληρωτικά στο έδαφος της ρωσικής πραγματικότητας, στο έδαφος της εξήγησης εκείνου που υπάρχει και της εξήγησης των λόγων για τους οποίους υπάρχει ακριβώς έτσι κι όχι διαφορετικά. Σκόπιμα οι ναρόντνικοι στήριζαν όλη την κοινωνιολογία τους πάνω στο « τι μπορεί να γίνει» κι όχι πάνω στην ανάλυση της πραγματικότητας.

Οι υποκειμενιστές ναρόντνικοι στους συλλογισμούς τους ξεκινούν απ τα «ιδανικά», χωρίς να σκεφτούν καθόλου ότι τα ιδανικά αυτά μπορούσαν να είναι απλώς μια ορισμένη αντανάκλαση της πραγματικότητας, ότι συνεπώς είναι απαραίτητο να επαληθευτούν με γεγονότα, να αναχθούν σε γεγονότα.
Πως γίνεται αυτό, σκέφτεται. Τα ιδανικά πρέπει να καταδικάζουν τα γεγονότα, να δείχνουν πως πρέπει ν αλλάζουν τα γεγονότα, να επαληθεύουν τα γεγονότα κι όχι να επαληθεύονται από τα γεγονότα. Το τελευταίο αυτό φαίνεται στον ναρόντνικο σαν συμβιβασμός με τα γεγονότα.
Τα ιδανικά αυτά είναι εξαιρετικά πολύτιμα για τον μαρξιστή. Ο μαρξιστής μόνο πάνω στο έδαφός τους μάχεται με τον ναροντνικισμό, μάχεται αποκλειστικά γύρω από το ζήτημα του χαρακτήρα αυτών των ιδανικών και της πραγματοποίησής τους.
Ο ναρόντνικος αρκείται να διαπιστώσει το γεγονός που γεννάει τέτοια ιδανικά, έπειτα ν αναφέρει ότι τα ιδανικά είναι σύμφωνα με τη «σύγχρονη επιστήμη και με τις σύγχρονες ιδέες ηθικής» και ν απευθύνει στη συνέχεια έκκληση προς την «κοινωνία» και το «κράτος»: εξασφαλίστε, περιφρουρήστε, οργανώστε!
Ο μαρξιστής ξεκινάει από το ίδιο ιδανικό, δεν το αντιπαραβάλλει όμως με τη «σύγχρονη επιστήμη και τις σύγχρονες ιδέες ηθικής», αλλά με τις υπάρχουσες ταξικές αντιθέσεις, και γι αυτό δεν το διατυπώνει σαν απαίτηση της «επιστήμης», αλλά σαν απαίτηση της τάδε τάξης, σαν απαίτηση που τη γεννούν οι τάδε κοινωνικές σχέσεις (που πρέπει να εξεταστούν αντικειμενικά) και που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τον τάδε τρόπο, εξαιτίας των τάδε ιδιοτήτων αυτών των σχέσεων. Αν δεν αναγάγουμε μ αυτόν τον τρόπο τα ιδανικά στα γεγονότα, τα ιδανικά αυτά θα μείνουν ευσεβείς πόθοι, χωρίς καμιά ελπίδα να τα δεχτούν οι μάζες και συνεπώς χωρίς ελπίδα να πραγματοποιηθούν.
 (Λένιν, τ. 1, «Το οικονομικό περιεχόμενο του ναροντνικισμού»).




Ταξικός και πολιτικός αγώνας

Η πολιτική δράση των σοσιαλδημοκρατών συνίσταται στο να συμβάλλουν στην ανάπτυξη και στην οργάνωση του εργατικού κινήματος της Ρωσίας, να το βγάλουν απ τη σημερινή φάση των σκόρπιων, χωρίς καθοδηγητική ιδέα, αποπειρών διαμαρτυρίας, «ταραχών» και απεργιών και να το μετατρέψουν σε οργανωμένη πάλη ολόκληρης της ρωσικής εργατικής τάξης, που θα στρέφεται ενάντια στο αστικό καθεστώς και θ αποβλέπει στην απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών, στην εξάλειψη των κοινωνικών θεσμών που στηρίζονται στην καταπίεση του εργαζόμενου.
(Λένιν, τ. 1, «Τι είναι οι φίλοι του λαού»).

Όταν οι εργάτες ενός ορισμένου εργοστασίου, ενός ορισμένου επαγγέλματος, αρχίζουν να παλαίβουν ενάντια στο αφεντικό τους ή ενάντια στα αφεντικά τους, είναι άραγε αυτό ταξική πάλη; Όχι, αυτό δεν είναι παρά αδύνατες εμβρυακές εκδηλώσεις της.
Η πάλη των εργατών τότε μόνο γίνεται ταξική πάλη, όταν όλοι οι πρωτοπόροι εκπρόσωποι ολόκληρης της εργατικής τάξης όλης της χώρας, συναισθανθούν ότι αποτελούν μια ενιαία εργατική τάξη κι αρχίζουν να παλαίβουν όχι ενάντια στα χωριστά αφεντικά, αλλά ενάντια σ ολόκληρη την τάξη των κεφαλαιοκρατών κι ενάντια στην κυβέρνηση που υποστηρίζει την τάξη αυτή.
Μόνο όταν ο κάθε εργάτης συναισθανθεί ότι αποτελεί μέρος όλης της εργατικής τάξης, όταν μέσα στους καθημερινούς μικροαγώνες του ενάντια στα χωριστά αφεντικά και στους χωριστούς κρατικούς λειτουργούς βλέπει την πάλη ενάντια σ όλη την αστική τάξη κι ενάντια σ όλη την κυβέρνηση, μόνο τότε η πάλη του γίνεται πάλη ταξική.
«Κάθε ταξική πάλη είναι πάλη πολιτική», αυτά τα περίφημα λόγια του Μάρξ δεν θα ήταν σωστό να τα καταλαβαίνουμε με την έννοια ότι κάθε πάλη των εργατών ενάντια στα αφεντικά τους είναι πάντοτε πάλη πολιτική. Πρέπει να τα καταλαβαίνουμε με την έννοια: η πάλη των εργατών ενάντια στους κεφαλαιοκράτες γίνεται κατ ανάγκη πάλη πολιτική, ανάλογα με το βαθμό που η πάλη αυτή γίνεται ταξική πάλη.
(Λένιν, τ. 4, «Το άμεσο καθήκον μας»).





Κοινωνικοποίηση της εργασίας

Η κοινωνικοποίηση της εργασίας απ την κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν συνίσταται καθόλου στο ότι οι άνθρωποι δουλεύουν σ ένα και το ίδιο κτίριο (αυτό είναι μόνο ένα μικρό μέρος του προτσές), μα στο ότι η συγκέντρωση των κεφαλαίων συνοδεύεται από την ειδίκευση της κοινωνικής εργασίας, από την ελάττωση του αριθμού των κεφαλαιοκρατών σε κάθε κλάδο της βιομηχανίας και από την αύξηση του αριθμού των ειδικών κλάδων της βιομηχανίας- στο ότι πολλές τεμαχισμένες λειτουργίες της παραγωγής συγχωνεύονται σε μια ενιαία κοινωνική λειτουργία της παραγωγής.
Ο Μάρξ θεωρούσε πως το προοδευτικό, το επαναστατικό έργο του καπιταλισμού συνίσταται στο γεγονός ότι, κοινωνικοποιώντας την εργασία, ταυτόχρονα, με το μηχανισμό αυτού του ίδιου προτσές «διαπαιδαγωγεί, συνενώνει και οργανώνει την εργατική τάξη», τη διδάσκει να παλεύει, οργανώνει το «ξεσήκωμά» της, τη συνενώνει για την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών», για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και την αφαίρεση των μέσων παραγωγής από τα χέρια των «λίγων σφετεριστών» για να τα μεταβιβάσει στα χέρια όλης της κοινωνίας.
Αυτή είναι η διατύπωση του Μάρξ. Ούτε καν αναφέρεται βέβαια, «ο αριθμός των εργατών της φάμπρικας και του εργοστασίου»: μιλάει για τη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και για την κοινωνικοποίηση της εργασίας. Είναι ξεκάθαρο ότι τα κριτήρια αυτά δεν έχουν τίποτε το κοινό με τον «αριθμό των εργατών της φάμπρικας και του εργοστασίου».
(…ο κ. Νικ-ον) χαρακτηρίζει με ακρίβεια την κοινωνικοποίηση της εργασίας από τον καπιταλισμό, σημειώνοντας σωστά και τα δύο γνωρίσματα αυτής της κοινωνικοποίησης: 1. δουλιά για όλη την κοινωνία και 2. ένωση των διαφόρων δουλευτών για να παραχθεί το προϊόν της κοινής εργασίας.
Ωστόσο, αν είναι έτσι, τότε τι λόγος υπάρχει να κρίνει κανείς για την «αποστολή» του καπιταλισμού με βάση τον αριθμό των εργοστασιακών εργατών, τη στιγμή που η «αποστολή» αυτή εκπληρώνεται με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και την κοινωνικοποίηση της εργασίας γενικά και με τη δημιουργία γενικά του προλεταριάτου, απέναντι στο οποίο οι εργάτες της φάμπρικας και του εργοστασίου παίζουν το ρόλο μόνο πρωτοπόρων τμημάτων, εμπροσθοφυλακής. Είναι βέβαια αναμφισβήτητο ότι το επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου εξαρτάται και από τον αριθμό αυτών των εργατών, κι απ τον βαθμό συγκέντρωσής τους, κι απ τον βαθμό ανάπτυξής τους κλπ, όλα αυτά, όμως, δεν δίνουν ούτε το παραμικρό δικαίωμα να ανάγει κανείς τον «ενωτικό ρόλο» του καπιταλισμού στον αριθμό των εργατών της φάμπρικας και του εργοστασίου. Αυτό σημαίνει ότι στενεύει στο έπακρο τις ιδέες του Μάρξ.
(Λένιν, «Τι είναι οι «φίλοι του λαού»»).

Για ν ανέβει η παραγωγικότητα της ανθρώπινης εργασίας, που αποβλέπει λχ στην κατασκευή κάποιου μικρού κομματιού του προϊόντος, είναι απαραίτητο να ειδικευτεί η παραγωγή του κομματιού αυτού, να γίνει ξεχωριστή παραγωγή, που έχει να κάνει με μαζικό προϊόν και για το λόγο αυτό επιτρέπει (και προκαλεί) τη χρησιμοποίηση μηχανών κλπ. Αυτό από τη μια μεριά. Κι από την άλλη, η πρόοδος της τεχνικής στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία συνίσταται στην κοινωνικοποίηση της εργασίας και η κοινωνικοποίηση αυτή απαιτεί υποχρεωτικά να ειδικευτούν οι διάφορες λειτουργίες του προτσές της παραγωγής, να μετατραπούν από λειτουργίες σκόρπιες, μεμονωμένες, που επαναλαβαίνονται χωριστά σε κάθε επιχείρηση που ασχολείται με την παραγωγή αυτή, σε κοινωνικοποιημένες, συγκεντρωμένες σε μια, καινούργια επιχείρηση και προορισμένες να ικανοποιούν τις ανάγκες όλης της κοινωνίας.
(Λένιν, τ. 1, σελ. 96, «Απ αφορμή το λεγόμενο πρόβλημα των αγορών»).




Δηλαδή, για να κατανοήσουμε το σημερινό χρηματιστηριακό φαινόμενο και την είσοδο στην εποχή της «εικονικής οικονομίας», θα πρέπει να εισάγουμε την έννοια του «κοινωνικού εργοστασίου» και μάλιστα σε πλανητική κλίμακα. Οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν αποσπούν απλώς υπεραξία απ τους συγκεκριμένους εργαζόμενους, αλλά από το σύνολο του πλανήτη, μέσω μιας μυθώδους μεταφοράς πόρων που επιτρέπει το χρηματιστήριο και οι αδιάκοπες μετακινήσεις των κεφαλαίων. ..
Αυτή η απόσπαση υπεραξίας δεν πραγματοποιείται μέσω της άμεσης εργασιακής σχέσης, αλλά μέσω της υπαγωγής του συνόλου του πλανήτη στην ηγεμονία του κεφαλαίου και μάλιστα του δυτικού
Βρισκόμαστε μπροστά σ ένα νέο σύστημα απόσπασης της υπεραξίας σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, ένα σύστημα άμεσης μεταβολής της κοινωνίας σε αντικείμενο εκμετάλλλευσης, όπου οι χρηματικές ροές, το μονοπώλιο της γνώσης-πληροφορίας και η στρατιωτική ισχύς μεταβάλλονται σε άμεσο παράγοντα αξιοποίησης του κεφαλαίου.
(ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑΣ: «Η νέα εποχή του παγκόσμιου καπιταλισμού», 1999).

Η αξιοποίηση του κεφαλαίου μεταβάλλεται σχεδόν άμεσα σε πολιτικό στοιχείο.


Διαλεχτική μέθοδος στην κοινωνιολογία.

Κείνο που ο Μάρξ και ο Ένγκελς ονόμαζαν διαλεχτική μέθοδο – σε αντίθεση με την μεταφυσική μέθοδο – δεν είναι τίποτε άλλο από την επιστημονική μέθοδο της κοινωνιολογίας, που θεωρεί την κοινωνία ένα ζωντανό οργανισμό σε συνεχή ανάπτυξη (και όχι κάτι το μηχανικά συνδεμένο, που γι αυτό το λόγο επιτρέπει κάθε λογής αυθαίρετους συνδυασμούς των διάφορων κοινωνικών στοιχείων), που για τη μελέτη του (του οργανισμού) είναι αναγκαία η αντικειμενική ανάλυση των σχέσεων παραγωγής, που συγκροτούν το δοσμένο κοινωνικό σχηματισμό, και η έρευνα των νόμων της λειτουργίας και της ανάπτυξής του.
(Λένιν, τ. 1, σελ 164, «Τι είναι οι φίλοι του λαού»).







Τάξεις και κόμματα

Τάξεις


Όσο καιρό η συνολική κοινωνική εργασία αποδίδει μόνο ένα εισόδημα που μόλις ξεπερνάει αυτό που είναι αναγκαίο για να εξασφαλιστεί ίσα-ίσα η ύπαρξη όλων, όσο καιρό λοιπόν η εργασία απαιτεί ολόκληρο ή σχεδόν ολόκληρο το χρόνο της μεγάλης πλειονότητας από τα μέλη της κοινωνίας, η κοινωνία χωρίζεται αναγκαστικά σε τάξεις.
Πλάϊ στη μεγάλη αυτή πλειοψηφία, που είναι αποκλειστικά απορροφημένη από την αγγαρεία της δουλιάς, διαμορφώνεται μια τάξη, ελεύθερη από την άμεση παραγωγική δουλειά, που φροντίζει για τις κοινές υποθέσεις της κοινωνίας: διεύθυνση της εργασίας, πολιτικές υποθέσεις, δικαιοσύνη, επιστήμη, καλές τέχνες κλπ.
Ο νόμος της κατανομής της εργασίας αποτελεί λοιπόν τη βάση για το χωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις.
Αυτό όμως, δεν εμποδίζει καθόλου να γίνει ο χωρισμός αυτός σε τάξεις με τη βοήθεια της βίας, της κλοπής, της κατεργαριάς και της απάτης και όταν μια φορά η κυρίαρχη τάξη βρεθεί από πάνω, δεν θα παραλείψει ποτέ να στερεώσει την κυριαρχία της σε βάρος της εργαζόμενης τάξης και να μετατρέψει την κοινωνική διεύθυνση σε εκμετάλλευση των μαζών.
(Ένγκελς, Ουτοπικός και επιστημονικός σοσιαλισμός, σελ. 110)


Τάξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας.
Τάξεις είναι οι ομάδες εκείνες ανθρώπων, που η μια μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης, χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σ ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας.
στις καθυστερημένες καπιταλιστικές χώρες, όπως στη Ρωσία, η πλειοψηφία του πληθυσμού ανήκει στο μισοπρολεταριάτο, δηλαδή αποτελείται από ανθρώπους που ένα μέρος του χρόνου ζουν μόνιμα σαν προλετάριοι και βγάζουν το ψωμί τους ως ένα βαθμό με τη μισθωτή δουλειά στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις.
(Λένιν, Άπαντα, τ. 39, σελ. 15-16, «Η μεγάλη πρωτοβουλία»).


«…στην πραγματικότητα η αγροτιά δεν αποτελεί ξεχωριστή τάξη (αυταπάτη που μπορεί να εξηγηθεί ίσως μόνο με την αντανάκλαση της επίδρασης της εποχής της πτώσης της δουλοπαροικίας, τότε που η αγροτιά πρόβαλε πραγματικά σαν τάξη, όμως μόνο σαν τάξη της φεουδαρχικής κοινωνίας), γιατί μέσα στους κόλπους της συγκροτείται η αστική τάξη και η τάξη του προλεταριάτου…»
Η κοινωνικοποίηση της εργασίας απ την κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν συνίσταται καθόλου στο ότι οι άνθρωποι δουλεύουν σ ένα και το ίδιο κτίριο (αυτό είναι μόνο ένα μικρό μέρος του προτσές), μα στο ότι η συγκέντρωση των κεφαλαίων συνοδεύεται από την ειδίκευση της κοινωνικής εργασίας, από την ελάττωση του αριθμού των κεφαλαιοκρατών σε κάθε κλάδο της βιομηχανίας και από την αύξηση του αριθμού των ειδικών κλάδων της βιομηχανίας- στο ότι πολλές τεμαχισμένες λειτουργίες της παραγωγής συγχωνεύονται σε μια ενιαία κοινωνική λειτουργία της παραγωγής.
Ο Μάρξ θεωρούσε πως το προοδευτικό, το επαναστατικό έργο του καπιταλισμού συνίσταται στο γεγονός ότι, κοινωνικοποιώντας την εργασία, ταυτόχρονα, με το μηχανισμό αυτού του ίδιου προτσές «διαπαιδαγωγεί, συνενώνει και οργανώνει την εργατική τάξη», τη διδάσκει να παλεύει, οργανώνει το «ξεσήκωμά» της, τη συνενώνει για την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών», για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και την αφαίρεση των μέσων παραγωγής από τα χέρια των «λίγων σφετεριστών» για να τα μεταβιβάσει στα χέρια όλης της κοινωνίας.
Αυτή είναι η διατύπωση του Μάρξ. Ούτε καν αναφέρεται βέβαια, «ο αριθμός των εργατών της φάμπρικας και του εργοστασίου»: μιλάει για τη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και για την κοινωνικοποίηση της εργασίας. Είναι ξεκάθαρο ότι τα κριτήρια αυτά δεν έχουν τίποτε το κοινό με τον «αριθμό των εργατών της φάμπρικας και του εργοστασίου».
(…ο κ. Νικ-ον) χαρακτηρίζει με ακρίβεια την κοινωνικοποίηση της εργασίας από τον καπιταλισμό, σημειώνοντας σωστά και τα δύο γνωρίσματα αυτής της κοινωνικοποίησης: 1. δουλιά για όλη την κοινωνία και 2. ένωση των διαφόρων δουλευτών για να παραχθεί το προϊόν της κοινής εργασίας.
Ωστόσο, αν είναι έτσι, τότε τι λόγος υπάρχει να κρίνει κανείς για την «αποστολή» του καπιταλισμού με βάση τον αριθμό των εργοστασιακών εργατών, τη στιγμή που η «αποστολή» αυτή εκπληρώνεται με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και την κοινωνικοποίηση της εργασίας γενικά και με τη δημιουργία γενικά του προλεταριάτου, απέναντι στο οποίο οι εργάτες της φάμπρικας και του εργοστασίου παίζουν το ρόλο μόνο πρωτοπόρων τμημάτων, εμπροσθοφυλακής. Είναι βέβαια αναμφισβήτητο ότι το επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου εξαρτάται και από τον αριθμό αυτών των εργατών, κι απ τον βαθμό συγκέντρωσής τους, κι απ τον βαθμό ανάπτυξής τους κλπ, όλα αυτά, όμως, δεν δίνουν ούτε το παραμικρό δικαίωμα να ανάγει κανείς τον «ενωτικό ρόλο» του καπιταλισμού στον αριθμό των εργατών της φάμπρικας και του εργοστασίου. Αυτό σημαίνει ότι στενεύει στο έπακρο τις ιδέες του Μάρξ.
(Λένιν, «Τι είναι οι «φίλοι του λαού»»).


Μικροαστική τάξη ή μια απ τις μορφές του σχετικού υπερπληθυσμού;
"Θα σημειώσουμε την εξαιρετικά σοβαρή από θεωρητική άποψη παρατήρηση του Κάουτσκι ότι οι μικρές εμπορικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις (σαν κι αυτές που αναφέραμε παραπάνω) στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία συχνά δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια απ τις μορφές του σχετικού υπερπληθυσμού, οι μικροπαραγωγοί που καταστρέφονται και οι εργάτες που δεν βρίσκουν δουλειά μετατρέπονται (κάποτε προσωρινά) σε μικρέμπορους, γυρολόγους, υπενοικιαστές δωματίων και κρεβατιών (πρόκειται επίσης για «επιχειρήσεις» που καταχωρούνται απ τη στατιστική ισόβαθμα με τις κάθε λογής άλλες επιχειρήσεις!) κλπ. Ο υπερκορεσμός των επαγγελμάτων αυτών δε δείχνει διόλου τη ζωτικότητα της μικρής παραγωγής, αλλά την αύξηση της αθλιότητας στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία".
(Λένιν, «Κριτική στο βιβλίο του Κάουτσκι ο Μπερνστάϊν κλπ», τ. 4, σελ 210).


Υποστήριξη της αγροτιάς.
«Η εισαγωγική θέση για (υπό όρους) «υποστήριξη» της αγροτιάς, νομίζουμε ότι είναι απαραίτητη, γιατί το προλεταριάτο δεν μπορεί και δεν πρέπει γενικά, ν αναλαμβάνει την υπεράσπιση των συμφερόντων της τάξης των μικρονοικοκυρέων. Μπορεί απλώς να την υποστηρίζει στο βαθμό που η τάξη αυτή είναι επαναστατική».
(Λένιν, «Σχέδιο προγράμματος του κόμματός μας», τ. 4, σελ 236). 


Διαφορά μικρονοικοκύρη και μισθωτού εργάτη.
Ο εργάτης δεν έχει κανένα μέσο παραγωγής και πουλά τον ίδιο τον εαυτό του, τα χέρια του, την εργατική του δύναμη. Ο αγρότης έχει μέσα παραγωγής, εργαλεία, ζώα, γη, δική του ή νοικιασμένη, και πουλάει τα προϊόντα του νοικοκυριού του, όντας μικρονοικοκύρης, μικροεπιχειρηματίας, μικροαστός.
Ο γεωργός μικρονοικοκύρης ανήκει στην ίδια τάξη με τον εργοστασιάρχη ή το βιοτέχνη μικρονοικοκύρη, με τον έμπορα μικρονοικοκύρη. Εδώ δεν πρόκειται για διαφορά ανάμεσα σε τάξεις, αλλά ανάμεσα σε επαγγέλματα. Ο μισθωτός εργάτης της γεωργίας, ανήκει στην ίδια τάξη με το μισθωτό εργάτη του εργοστασίου και του εμπορίου.
(Λένιν, «Οι τρουντοβίκοι και η εργατική δημοκρατία», τα 21, σελ 280).



(Λένιν, ταξική ανάλυση της Ρωσίας, τ. 3, σελ 525-530, Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία»).
Σήμερα διαθέτουμε τα συνοπτικά στοιχεία της γενικής απογραφής του 1897, τα σχετικά με τη στατιστική των ασχολιών όλου του πληθυσμού. Παραθέτουμε τα στοιχεία για όλη τη ρωσική αυτοκρατορία επεξεργασμένα από μας (σε εκατομμύρια):
Α)δημόσιοι υπάλληλοι και στρατός 2,2
Β) κλήρος και ελεύθερα επαγγέλματα 1,6
Γ) εισοδηματίες και συνταξιούχοι 2,2
Δ) άνθρωποι που έχουν στερηθεί την προσωπική ελευθερία, πόρνες, ακαθόριστοι, άγνωστοι 0,9
Σύνολο του μη παραγωγικού πληθυσμού 6,9
Ε) εμπόριο 5,0
Στ) συγκοινωνίες και επικοινωνίες 1,9
Ζ) ιδιωτικοί υπάλληλοι, υπηρέτες, μεροκαματιάρηδες 5,8
Σύνολο του μισοπαραγωγικού πληθυσμού 12,7
Η) αγροτική οικονομία 93,7
Θ) βιομηχανία 12,3
Σύνολο του παραγωγικού πληθυσμού 106,0
Σύνολο 125,6
Πριν από όλα έχει σημασία να ταξινομήσουμε τα στοιχεία που παραθέσαμε για την κατανομή όλου του πληθυσμου της Ρω­σίας σύμφωνα με τις ασχολίες του, για να δόσουμε μια εικόνα του καταμερισμού τής κοινωνικής εργασίας σαν βάσης όλης της εμπορευματικής παραγωγής και του καπιταλισμού στη Ρωσία. Από την άποψη αυτή όλος ο πληθυσμός της Ρωσίας πρέπει να χωριστεί σε τρεις μεγάλες υποδιαιρέσεις: Ι. Αγροτικός πληθυ­σμός. Π. Εμπορικοβιομηχανικός πληθυσμός. III. Μη παραγω­γικός πληθυσμός (σωστότερα, πληθυσμός που δεν παίρνει μέ­ρος στην οικονομική δραστηριότητα). Από τις εννιά ομάδες (α-θ), πού αναφέραμε, μονάχα μια ομάδα δεν μπορεί να υπαχθεί άμεσα και ολοκληρωτικά σε καμιά από τίς τρεις βασικές αυτές υποδιαιρέσεις. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την ομάδα ζ: Ιδιωτικοί υπάλληλοι, υπηρέτες, μεροκαματιάρηδες. Την ομάδα αυτή πρέπει να την κατανείμουμε κατά προσέγγιση ανάμεσα στον εμπορικοβιομηχανικό καί στον αγροτικό πληθυσμό. Στον πρώτο περιλάβαμε εκείνο τό τμήμα αυτής τής ομάδας, πού φέρεται ότι ζει στις πόλεις (2,5 εκατομμύρια) καί στο δεύτερο όσους ζουν στις επαρχίες (3,3 εκατομμύρια). Στην περίπτωση αυτή θά έχου­με τήν παρακάτω εικόνα τής κατανομής όλου του πληθυσμού τής Ρωσίας:
Αγροτικός πληθυσμός τής Ρωσίας 97,0    έκατομ.
Εμπορικοβιομηχανικός                    21,7    »
Μη παραγωγικός                      6,9    »
Σύνολο                                            125,6    έκατομ.
Από την εικόνα αυτή φαίνεται ξεκάθαρα, ότι από τη μια μεριά η εμπορευματική κυκλοφορία και συνεπώς η εμπορευματική παραγωγή στέκει στη Ρωσία πολύ γερά στα πόδια της. Η Ρωσία είναι κεφαλαιοκρατική χώρα. Από την άλλη μεριά, φαίνε­ται ότι η Ρωσία καθυστερεί ακόμα πολύ στην οικονομική της ανάπτυξη σε σύγκριση με τις άλλες κεφαλαιοκρατικές χώρες. Παρακάτω. Ύστερα από την ανάλυση πού κάναμε σέ τούτο το έργο, η στατιστική των ασχολιών όλου του πληθυσμού της Ρωσίας μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να καθορίσουμε κατά προσέγγιση σε ποιες βασικές κατηγορίες χωρίζεται  όλος ο πληθυσμός της Ρωσίας ως προς την ταξική του θέση, δηλαδή ως προς τη θέση του στο κοινωνικό καθεστώς της παραγωγής.
Η δυνατότητα ενός τέτοιου, φυσικά μόνο κατά προσέγγιση, καθορισμού, προσφέρεται, γιατί ξέρουμε το γενικό χωρισμό της αγροτιάς σε βασικές οικονομικές ομάδες. Όλη όμως τη μάζα του αγροτικού πληθυσμού της Ρωσίας μπορούμε απόλυτα να την πάρουμε για αγροτιά, μια και ο αριθμός των τσιφλικάδων στο γενικό σύνολο είναι εντελώς μηδαμινός. Άλλωστε μια μερίδα τσιφλικάδων υπολογίστηκαν σαν εισοδηματίες, δημόσιοι υπάλληλοι, ανώτεροι αξιωματούχοι κλπ. Στην αγροτική όμως μάζα των 97 εκατομμυρίων είναι απαραίτητο να διακρίνουμε τρεις βασικές ομάδες: την κατώτερη ομάδα, τα προλεταριακά και τα μισοπρολεταριακά στρώματα του πληθυσμού, τη μεσαία ομάδα, τους πιο φτωχούς μικρονοικοκυραίους, και την ανώτερη ομάδα, τους εύπορους μικρονοικοκυραίους. Τα βασικά οικονομικά γνωρίσματα αυτών των ομάδων, σαν διαφορετικών ταξικών στοιχείων, τα αναλύσαμε λεπτομερειακά πιο πάνω. Η κατώτερη ομάδα είναι ο φτωχός πληθυσμός, που ζει κυρίως ή κατά το μισό, από την πούληση της εργατικής του δύναμης. Η μεσαία ομάδα είναι οι πιο φτωχοί μικρονοικοκυραίοι, γιατί ο μεσαίος αγρότης και στην καλύτερη ίσως χρονιά μόλις και μετά βίας τα βγάζει πέρα, η κύρια όμως πηγή απ την οποία ζει είναι εδώ το «αυτοτελές» (φυσικά το δήθεν αυτοτελές) μικρό νοικοκυριό. Τέλος η ανώτερη ομάδα είναι οι εύποροι μικρονοικοκυραίοι που εκμεταλλεύονται ένα λίγο-πολύ σημαντικό αριθμό εργατών γης και μεροκαματιάρηδων, με γεωργικό κλήρο και τους κάθε λογής μισθωτούς εργάτες γενικά.
Το κατά προσέγγιση ποσοστό αυτών των ομάδων στο σύνολο είναι: 50%, 30% και 20%. Πιο πάνω παίρναμε πάντοτε το ποσοστό του αριθμού των οικογενειών ή των νοικοκυριών. Τώρα θα πάρουμε το ποσοστό του πληθυσμού. Από την αλλαγή αυτή μεγαλώνει η κατώτερη και μικραίνει η ανώτερη ομάδα. Όμως είναι αναμφισβήτητο, ότι αυτή ακριβώς η αλλαγή έγινε στη Ρωσία την τελευταία δεκαετία, πράγμα που αποδείχνεται αναντίρητα από το γεγονός ότι η αγροτιά χάνει τα άλογά της και καταστρέφεται, ότι αυξάνει η αθλιότητα και η ανεργία στα χωριά κλπ.
Επομένως έχουμε περίπου 48,5 εκατομμύρια από τον αγροτικό πληθυσμό που είναι προλετάριοι και μισοπρολετάριοι, περίπου 29,1 εκατομμύρια που είναι φτωχοί μικρονοικοκυραίοι μαζί με τις οικογένειές τους και περί τα 19,4 εκατομμύρια του πληθυσμού ανήκουν στα εύπορα μικρονοικοκυριά.
Έπειτα γεννιέται το ερώτημα, πως πρέπει να κατανεμηθεί ο εμπορικοβιομηχανικός κι ο μη παραγωγικός πληθυσμός. Στον τελευταίο υπάρχουν στοιχεία που είναι καθαρά μεγαλοαστικά: όλοι οι εισοδηματίες («που ζουν από το εισόδημα του κεφαλαίου και της ακίνητης περιουσίας» είναι 0,9 εκατομμύρια), έπειτα μια μερίδα της αστικής διανόησης, ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, στρατιωτικοί και πολιτικοί κλπ. Συνολικά εδώ ανήκουν κάπου 1,5 εκατομμύρια. Στον άλλο πόλο ανάμεσα στον ίδιο μη παραγωγικό πληθυσμό, βρίσκονται οι κατώτεροι βαθμούχοι του στρατού, του στόλου, της χωροφυλακής, της αστυνομίας (περίπου 1,3 εκατομμύρια), οι υπηρέτες και οι πολυάριθμοι κατώτεροι υπάλληλοι (συναλικά κάπου ½ εκατομμύριο), σχεδόν ½ εκατομμύριο ζητιάνοι, αλήτες κλπ. Εδώ μπορούμε μόνο κατά προσέγγιση να κατανείμουμε τις ομάδες που πλησιάζουν περισσότερο στους βασικούς οικονομικούς τύπους: περίπου 2 εκατομμύρια στον προλεταριακό και μισοπρολεταριακό πληθυσμό (εν μέρει λούμπεν προλεταριάτο), περίπου 1,9 εκατομμύρια στους πιο φτωχούς μικρονοικοκυραίους, και 1,5 περίπου εκατομμύριο στους εύπορους μικρονοικοκυραίους, συμπεριλαβαίνοντας και το μεγαλύτερο μέρος των υπαλλήλων, των οργάνων της διοίκησης, της αστικής διανόησης κλπ.
Τέλος στον εμποροβιομηχανικό πληθυσμό πλειοψηφεί αναμφισβήτητα, το προλεταριάτο και υπάρχει το πιο βαθύ χάσμα ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην μεγαλοαστική τάξη. Η απογραφή όμως δεν δίνει κανένα στοιχείο για την κατανομή αυτού του πληθυσμού σε αφεντικά, σε μοναχικούς παραγωγούς, σε εργάτες κλπ. Δεν μας μένει παρά να πάρουμε για δείγμα τα παραπάνω στοιχεία για το βιομηχανικό πληθυσμό της Πετρούπολης, τον κατανεμημένο σύμφωνα με τη θέση του στην παραγωγή. Με βάση αυτά τα στοιχεία, μπορούν περίπου τα 7% να υπαχθούν στην κατηγορία της μεγαλοαστικής τάξης, τα 10% στην κατηγορία της μικροαστικής τάξης, τα 22% στους πιο φτωχούς μικροϊδιοκτήτες και τα 61% στο προλεταριάτο. Η μικρή παραγωγή στη βιομηχανία είναι φυσικά σ όλη τη Ρωσία περισσότερο βιώσιμη απ ότι στην Πετρούπολη, όμως στο μεταξύ, δεν κατατάσσουμε στην κατηγορία του μισοπρολεταριακού πληθυσμού τις μάζες των μοναχικών παραγωγών και των βιοτεχνών που δουλεύουν στο σπίτι για λογαριασμό των αφεντικών. Συνεπώς, γενικά, οι σχέσεις που πήραμε δεν θα διαφέρουν ίσως και πολύ απ την πραγματικότητα. Είχαμε λοιπόν τότε για τον εμποροβιομηχανικό πληθυσμό τα εξής αποτελέσματα: περίπου 1,5 εκατομμύριο μεγάλη αστική τάξη, περίπου 2 εκατομμύρια εύπορους, περίπου 4,8 εκατομμύρια μικροπαραγωγούς, που βρίσκονται σε ανέχεια και περίπου 13,2 εκατομμύρια προλεταριακά και μισοπρολεταριακά στρώματα του πληθυσμού.
Αν πάρουμε μαζί τον αγροτικό, τον εμπορικοβιομηχανικό και τον μη παραγωγικό πληθυσμό, θα έχουμε για όλο τον πληθυσμό της Ρωσίας, την παρακάτω περίπου κατανομή, ως προς την ταξική του θέση:
Μεγάλη αστική τάξη, τσιφλικάδες, ανώτεροι βαθμοφόροι και άλλοι περίπου 3 εκατομμύρια.
Εύποροι μικροϊδιοκτήτες 23,1 εκατομμύρια.
Φτωχοί μικροϊδιοκτήτες 35,8 εκατομμύρια.
Προλετάριοι και μισοπρολετάριοι 63,7 εκατομμύρια.
Σύνολο περίπου 125,6 εκατομμύρια.
Δεν αμφιβάλλουμε, ότι από την πλευρά των καντέτων οικονομολόγων και πολιτικών μας και αυτών που καντετοφέρνουν, θ ακουστούν φωνές αγανάκτησης ενάντια σε μια τέτοια «απλοϊκή» αντίληψη για την οικονομία της Ρωσίας. Γιατί είναι πολύ βολικό, και πολύ συμφερτικό, να συγκαλύπτεις μέσα σε μια λεπτομερειακή ανάλυση, το βάθος των οικονομικών αντιφάσεων, και ταυτόχρονα να παραπονιέσαι ότι είναι «χοντροκομμένη» η σοσιαλιστική άποψη πάνω στο σύνολο αυτών των αντιφάσεων. Φυσικά, μια τέτοια κριτική του συμπεράσματός μας στο οποίο καταλήξαμε, δεν έχει επιστημονική αξία.
Αν αρνούνταν κανείς ότι ανάμεσα στην αγροτική φτωχολογιά, που εξαρτάται απ τα «μεροκάματα», καθώς και στους βιοτέχνες κλπ υπάρχει μια τεράστια μάζα μισοπρολεταριακού πληθυσμού, θα σήμαινε ότι περιφρονεί όλα τα στοιχεία για την οικονομία της Ρωσίας. Αν δεχτούμε ότι ο προλεταριακός και μισοπρολεταριακός πληθυσμός μαζί αποτελούν τη μισή αγροτιά, τότε μάλλον μικραίνουμε, σε καμιά όμως περίπτωση δεν εξογκώνουμε αυτό τον αριθμό. Στον μη αγροτικό όμως πληθυσμό, το ποσοστό των προλεταριακών και μισοπρολεταριακών στρωμάτων, είναι αναμφισβήτητα, ακόμα πιο μεγάλο.
Έπειτα, αν θέλεις να έχεις μια ενιαία οικονομική εικόνα και να μην χαθείς στις λεπτομέρειες, πρέπει στους εύπορους μικρονοικοκυραίους, να περιλάβεις απαραίτητα μια σημαντική μερίδα από το διοικητικό προσωπικό του εμπορίου και της βιομηχανίας, τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, την αστική διανόηση, τους δημόσιους υπαλλήλους κλπ.
Η στατιστική πρέπει ν απεικονίζει τις διαπιστωμένες από μια ολόπλευρη ανάλυση κοινωνικοοικονομικές σχέσεις, κι όχι να μεταβάλλεται σε αυτοσκοπό, όπως συμβαίνει πολύ συχνά στον τόπο μας. Όταν κρύβεις το μεγάλο αριθμό των μικροαστικών στρωμάτων που υπάρχουν στον πληθυσμό της Ρωσίας, είναι σαν να παραποιείς ανοιχτά την εικόνα της οικονομικής μας πραγματικότητας.


Μικροαστική τάξη ή μια απ τις μορφές του σχετικού υπερπληθυσμού;
"Θα σημειώσουμε την εξαιρετικά σοβαρή από θεωρητική άποψη παρατήρηση του Κάουτσκι ότι οι μικρές εμπορικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις (σαν κι αυτές που αναφέραμε παραπάνω) στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία συχνά δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια απ τις μορφές του σχετικού υπερπληθυσμού, οι μικροπαραγωγοί που καταστρέφονται και οι εργάτες που δεν βρίσκουν δουλειά μετατρέπονται (κάποτε προσωρινά) σε μικρέμπορους, γυρολόγους, υπενοικιαστές δωματίων και κρεβατιών (πρόκειται επίσης για «επιχειρήσεις» που καταχωρούνται απ τη στατιστική ισόβαθμα με τις κάθε λογής άλλες επιχειρήσεις!) κλπ. Ο υπερκορεσμός των επαγγελμάτων αυτών δε δείχνει διόλου τη ζωτικότητα της μικρής παραγωγής, αλλά την αύξηση της αθλιότητας στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία".
(Λένιν, «Κριτική στο βιβλίο του Κάουτσκι ο Μπερνστάϊν κλπ», τ. 4, σελ 210).



Υποστήριξη της αγροτιάς.
«Η εισαγωγική θέση για (υπό όρους) «υποστήριξη» της αγροτιάς, νομίζουμε ότι είναι απαραίτητη, γιατί το προλεταριάτο δεν μπορεί και δεν πρέπει γενικά, ν αναλαμβάνει την υπεράσπιση των συμφερόντων της τάξης των μικρονοικοκυρέων. Μπορεί απλώς να την υποστηρίζει στο βαθμό που η τάξη αυτή είναι επαναστατική».
(Λένιν, «Σχέδιο προγράμματος του κόμματός μας», τ. 4, σελ 236). 


Στη σημερινή Ρωσία υπάρχουν δυο αστικές τάξεις.
Η μια αποτελεί ένα πολύ περιορισμένο στρώμα από ώριμους και υπερώριμους καπιταλιστές, που σαν οχτωβριστές και σαν καντέτοι, ασχολούνται στην πράξη με το πώς θα μοιραστούν με τους Πουρισκέβιτς τη σημερινή πολιτική εξουσία, τα τωρινά πολιτικά προνόμια.
Η άλλη αστική τάξη, αποτελεί ένα πολύ πλατύ στρώμα από τελείως ανώριμους, που τείνουν όμως δραστήρια να ωριμάσουν, μικρούς και εν μέρει μεσαίους νοικοκυραίους, κυρίως αγρότες, που στην πράξη είναι υποχρεωμένοι να λύσουν, όχι το ζήτημα των προνομίων στη σημερινή περίοδο της ιστορίας της Ρωσίας, αλλά το ζήτημα να μην πεθάνουν απ την πείνα εξαιτίας των Πουρισκέβιτς.
Και αυτό είναι ακριβώς ένα ζήτημα που αφορά τα ίδια τα θεμέλια; Της εξουσίας των Πουρισκέβιτς γενικά, τις πηγές κάθε εξουσίας των Πουρισκέβιτς. Όλη η ιστορία της πολιτικής απελευθέρωσης της Ρωσίας, είναι ιστορία της πάλης αυτών των δύο αστικών τάσεων.
Η πάλη αυτή δεν αφήνει καθόλου αδιάφορο το μισθωτό εργάτη. Αντίθετα, αν είναι συνειδητός, τότε παίρνει μέρος σ αυτή με τον πιο δραστήριο τρόπο, προσπαθώντας να πάρει αυτός τον αγρότη με το μέρος του, και όχι ο φιλελεύθερος.
(Λένιν, «Φιλελευθερισμός και δημοκρατία», τ. 21, σελ 252). 





(Μάο Τσε Τουνγκ, Ανάλυση των τάξεων της κινέζικης κοινωνίας).
Ποιοι είναι οι εχθροί μας; Ποιοι είναι οι φίλοι μας; Αυτό το ζήτημα είναι ένα ζήτημα πρωταρχικής σημασίας για την επανάσταση. Στην Κίνα, όλοι οι επαναστατικοί αγώνες του παρελθόντος κατέληξαν σε ασήμαντα αποτελέσματα, γιατί οι επαναστάτες δεν μπόρεσαν βασικά να συσπειρώσουν γύρω τους τους πραγματικούς τους φίλους και να χτυπήσουν τους πραγματικούς τους εχθρούς. Το επαναστατικό κόμμα είναι ο καθοδηγητής των μαζών και δεν υπήρξε ποτέ περίπτωση που να μη νικήθηκε η επανάσταση όταν το επαναστατικό κόμμα την οδήγησε σένα δρόμο που δεν ήταν σωστός. Για να είμαστε σίγουροι πως θα μπάσουμε την επανάσταση στο σωστό δρόμο και πως θα την οδηγήσουμε αναπόφευκτα στη νίκη, οφείλουμε να συσπειρώσουμε γύρω μας τους πραγματικούς μας φίλους και να καταφέρουμε χτυπήματα στους πραγματικούς μας εχθρούς. Και για να ξεχωρίσουμε τους πραγματικούς μας φίλους από τους πραγματικούς μας εχθρούς, οφείλουμε να κάνουμε μια γενική ανάλυση της οικονομικής κατάστασης των διαφόρων τάξεων της κινέζικης κοινωνίας και της στάσης τους απέναντι στην επανάσταση.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των διαφόρων τάξεων της κινέζικης κοινωνίας;

Η τάξη των γαιοκτημόνων και η κομπραδόρικη(1) αστική τάξη.
Στην οικονομικά καθυστερημένη και μισοαποικιακή Κίνα οι γαιοκτήμονες και οι κομπραδόροι είναι ολοκληρωτικά υποτελείς στη διεθνή αστική τάξη, η ύπαρξη και η ανάπτυξή τους εξαρτάται από τον ιμπεριαλισμό. Οι τάξεις αυτές εκπροσωπούν τις πιο καθυστερημένες και τις πιο αντιδραστικές παραγωγικές σχέσεις και παρεμποδίζουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην Κίνα. Η ύπαρξή τους είναι ασυμβίβαστη με τους σκοπούς της κινέζικης επανάστασης. Αυτό ισχύει περισσότερο ειδικά για τους μεγαλογαιοκτήμονες, που είναι πάντοτε στο πλευρό του ιμπεριαλισμού και αποτελούν την άκρα αντεπαναστατική δύναμη. Εκπροσωπούνται πολιτικά από το Κρατικό Κόμμα (2) και από τη δεξιά πτέρυγα του Κουόμιτανγκ.

Η μεσαία αστική τάξη: Η τάξη αυτή εκπροσωπεί στην Κίνα τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις στην πόλη και στην ύπαιθρο. Η μεσαία τάξη, με την οποία εννοούμε κυρίως την εθνική αστική τάξη (3), είναι αντιφατική στη στάση της απέναντι στην κινέζικη επανάσταση: όταν υποφέρει από τα χτυπήματα του ξένου κεφάλαιου και από την καταπίεση των μιλιταριστών αισθάνεται την ανάγκη της επανάστασης και ευνοεί το επαναστατικό κίνημα εναντίον του ιμπεριαλισμού και των μιλιταριστών. Αλλά όταν το προλεταριάτο συμμετέχει με μαχητικό τρόπο στην επανάσταση και από τη στιγμή που παίρνει ενεργητική υποστήριξη από το διεθνές προλεταριάτο και όταν αρχίζει να νιώθει πως η πραγματοποίηση του πιο αγαπημένου της πόθου, της ανύψωσής της στο επίπεδο της μεγαλοαστικής τάξης, κινδυνεύει, αρχίζει να την κυριεύει ο σκεπτικισμός σχετικά με την επανάσταση. Πολιτικά, αποβλέπει στην εγκαθίδρυση ενός κράτους, που σαυτό να κυριαρχεί μια μόνο τάξη, η εθνική αστική τάξη. Ένας αυτοαποκαλούμενος «αληθινός μαχητής» του Τάϊ Τσιτάο (4) δήλωσε στην εφημερίδα «Τσεν Πάο» (5) του Πεκίνου: «Θα σηκώσουμε το αριστερό χέρι για να συντρίψουμε τον ιμπεριαλισμό και το δεξί χέρι για να συντρίψουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα». Η δήλωση αυτή εκφράζει την αντιφατικότητα και την ταλάντευση αυτής της τάξης. Η τάξη αυτή αντιτάσσεται στην ερμηνεία της Αρχής του Λαού του Κουόμιτανγκτης αρχής της εθνικής ευημερίας- σύμφωνα με τη θεωρία της ταξικής πάλης, εναντίον της πραγματοποίησης από μέρος του Κουόμιτανγκ της πολιτικής της συνεργασίας με τη Ρωσία και εναντίον της εισδοχής των κομμουνιστών (6) και των αριστερών στοιχείων στο Κουόμιτανγκ. Αλλά ο σκοπός της εγκαθίδρυσης ενός κράτους που θα κυριαρχούσε αυτή είναι ανεδαφικός, γιατί η παρούσα διεθνής κατάσταση κυριαρχείται από τη σύγκρουση δυό ισχυρών δυνάμεων, της επανάστασης και της αντεπανάστασης. Οι δύο γιγάντιες αυτές δυνάμεις έχουν υψώσει δυό σημαίες: Τη μία, την κόκκινη σημαία της επανάστασης, την ύψωσε τη Τρίτη Διεθνής, που καλεί τις καταπιεζόμενες τάξεις του κόσμου να συγκεντρωθούν γύρω από αυτήν. Η άλλη, η λευκή σημαία της αντεπανάστασης, υψώθηκε από την Κοινωνία των Εθνών, που καλεί όλα τα αντεπαναστατικά στοιχεία του κόσμου να συγκεντρωθούν γύρω από το σύμβολό της. Οι ενδιάμεσες δυνάμεις πολύ σύντομα θα αντιμετωπίσουν αναπόφευκτα τη διάσπαση: Άλλες θα τραβήξουν προς τα αριστερά, στην επανάσταση, κι άλλες προς τα δεξιά στην αντεπανάσταση. Θα αποκλεισθεί γιαυτές η δυνατότητα της τήρησης μιας «ανεξάρτητης» στάσης. Να γιατί η ιδέα της κινέζικης αστικής τάξης που ονειρεύεται μια «ανεξάρτητη» επανάσταση, όπου αυτή θα διαδραμάτιζε τον ηγετικό ρόλο, είναι καθαρή αυταπάτη.

Η μικροαστική τάξη: Στη μικροαστική τάξη ανήκουν οι παρακάτω κατηγορίες: Αγρότεςιδιοκτήτες (7), ιδιοκτήτες των βιοτεχνικών επιχειρήσεων, μικροί διανοούμενοισπουδαστές, το διδακτικό προσωπικό της κατώτερης και μέσης εκπαίδευσης, οι κατώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, οι μικροί δικηγόροι, οι μικροέμποροι. Και από την άποψη του αριθμού της και απτην άποψη της ταξικής της φύσης, η μικροαστική τάξη πρέπει να προσεχθεί σοβαρά. Οι αγρότεςιδιοκτήτες όπως και οι ιδιοκτήτες βιοτεχνικών επιχειρήσεων ανήκουν στην κατώτερη παραγωγική βαθμίδα. Αν και τα διάφορα στρώματα της τάξης αυτής βρίσκονται στο ίδιο μικροαστικό οικονομικό επίπεδο, εν τούτοις μπορούν να διαιρεθούν σε τρεις διαφορετικές ομάδες.
Η πρώτη ομάδα αποτελείται από εκείνους που έχουν ένα οικονομικό επίπεδο που τους εξασφαλίζει μια κάποια άνεση. Δηλαδή ικανοποιούν τις προσωπικές τους ανάγκες και τους μένει κάποιο πλεόνασμα από το εισόδημα της χειρωνακτικής ή πνευματικής εργασίας τους. Αυτοί οι άνθρωποι κυριαρχούνται από την επιθυμία του πλουτισμού και υποκλίνονται με μεγάλη ευλάβεια μπροστά στον «εκλαμπρότατο» Τσάο (8). Χωρίς να ονειρεύονται τον πολύ μεγάλο πλούτο, ποθούν ωστόσο να ανέβουν στο επίπεδο της μεσαίας αστικής τάξης. Συχνά τρέχουν τα σάλα τους από τη ζήλια, βλέποντας τους πλούσιους ανθρώπους που έχουν δικαιώματα σε αξιώματα και τιμές. Είναι δειλοί, φοβούνται την κυβερνητική εξουσία αλλά τους εμπνέει το φόβο και η επανάσταση. Επειδή η οικονομική τους κατάσταση πλησιάζει σε εκείνη της μεσαίας αστικής τάξης, επηρεάζονται από την προπαγάνδα της και υιοθετούν μια σκεπτικιστική στάση απέναντι στην επανάσταση. Η ομάδα αυτή εκπροσωπεί μια μικρή μειοψηφία της μικροαστικής τάξης και αποτελεί τη δεξιά της πτέρυγα.
Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από ανθρώπους που η οικονομική τους κατάσταση τους επιτρέπει να ικανοποιούν τις βασικές τους ανάγκες. Οι άνθρωποι αυτοί διαφέρουν σημαντικά από τους ανθρώπους της πρώτης ομάδας παρά το γεγονός ότι κι αυτοί ονειρεύονται να πλουτίσουνπράγμα που ο «εκλαμπρότατος» Τσάο δεν τους το επιτρέπει καθόλου- γιατί η καταπίεση και η εκμετάλλευση από τους ιμπεριαλιστές, τους μιλιταριστές, τους γαιοκτήμονες και τη μεγάλη κομπραδόρικη αστική τάξη, τους αναγκάζει να αντιληφθούν πως τα πράγματα άλλαξαν στον κόσμο. Βλέπουν πως κι αν δουλεύουν όπως δούλευαν και πριν, κινδυνεύουν να μη μπορούν να εξασφαλίσουν τις βασικές ανάγκες της ζωής. Για να μπορέσουν να διατηρήσουν το σημερινό επίπεδο της ζωής τους παρατείνουν την εργάσιμη ημέρα τους, σκοτώνονται στη δουλειά από τα χαράματα μέχρι το σούρουπο και διπλασιάζουν τις προσπάθειές τους. Και αρχίζουν να ξεσπάνε σε βρισιές, αποκαλούν τους ξένους, «ξένους διάβολους», τους μιλιταριστές «εκβιαστές» και τους τοπικούς τυράννους και τους σενσί «γδάρτες». Αμφιβάλουν για τις επιτυχίες του κινήματος εναντίον των ιμπεριαλιστών και των μιλιταριστών (ο λόγος είναι γιατί οι ξένοι και οι μιλιταριστές έχουν την κρατική εξουσία πίσω τους) και επειδή δεν τολμούν να ριψοκινδυνεύσουν και να συμμετάσχουν στο κίνημα αυτό, υιοθετούν μια ουδέτερη στάση, αλλά δεν αντιτάσσονται στην επανάσταση. Αυτή η ομάδα είναι πάρα πολύ μεγάλη, περιλαμβάνει περίπου τη μισή μικροαστική τάξη.
Η τρίτη ομάδα αποτελείται από ανθρώπους που οι συνθήκες της ζωής τους χειροτερεύουν από μέρα σε μέρα. Πολλοί απαυτούς στο παρελθόν είχαν μια ορισμένη εξασφάλιση στη ζωή τους, αποτελούσαν τις αποκαλούμενες καλοστεκούμενες οικογένειες, μα σιγά-σιγά, κάθε μέρα και περισσότερο, δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις βασικές ανάγκες της ζωής, η κατάστασή τους χειροτερεύει συνεχώς. Στο τέλος κάθε χρόνου, όταν κάνουν τους λογαριασμούς τους, βάζουν τρομαγμένοι τις φωνές: «Ελλείμματα! Κι άλλα ελλείμματα
Και επειδή άλλοτε ζούσαν πολύ καλά, βλέποντας την κατάστασή τους να χειροτερεύει χρόνο το χρόνο, να φουσκώνουν τα χρέη τους και τελευταία μάλιστα να ζουν μια άθλια ζωή που δεν προμηνύει τίποτα το καλύτερο για το μέλλον, «αναστατώνονται». Υποφέρουν πολύ περισσότερο ηθικά, όσο διατηρούν πολύ ζωντανή την ανάμνηση των καλύτερων ημερών που ήταν πολύ διαφορετικές από τους σημερινούς καιρούς. Πολλοί απαυτούς συμμετέχουν στο επαναστατικό κίνημα, και συνιστούν ένα σημαντικό παράγοντα όταν λάβουμε υπόψη μας ότι είναι πάρα πολλοί. Αποτελούν την αριστερά πτέρυγα της μικροαστικής τάξης.
Σε καιρό ειρήνης, η στάση των τριών αυτών ομάδων που αναφέραμε απέναντι στην επανάσταση είναι διαφορετική. Αλλά σε καιρό πολέμου, στην περίοδο μάλιστα της επαναστατικής ανάπτυξης που αρχίζει να φαίνεται η νίκη στον ορίζοντα, όχι μόνο η αριστερή πτέρυγα της μικροαστικής τάξης, αλλά και η πτέρυγα που κρατάει μια ενδιάμεση, συμμετέχουν στην επανάστασηακόμα και η δεξιά πτέρυγα παρασυρμένη από τη μεγάλη επαναστατική ορμή του προλεταριάτου και της αριστερής πτέρυγας της μικροαστικής τάξης δεν μπορεί να αποφύγει να ταχθεί με το μέρος της επανάστασης. Η πείρα του κινήματος της 30 Μάη του 1925 (9) και του αγροτικού κινήματος στις διάφορες περιοχές μας επιτρέπει να επιβεβαιώσουμε την ορθότητα αυτής της θέσης.
Το μισοπολεταριάτο: Αυτό που ονομάζουμε μισοπρολεταριάτο αποτελείται από πέντε κατηγορίες: 1) Τη συντριπτική πλειοψηφία των μισοενοικιαστών αγροτών (10). 2) Τους φτωχούς αγρότες. 3) Τους μικροβιοτέχνες. 4) Τους εμποροϋπάλληλους (11) και 5) Τους πλανόδιους μικροέμπορους. Η συντριπτική πλειοψηφία των ενοικιαστών αγροτών μαζί και οι φτωχοί αγρότες αποτελούν μια τεράστια μάζα στην ύπαιθρο. Αυτό που ονομάζουμε «αγροτικό πρόβλημα» είναι ουσιαστικά το πρόβλημα που σχετίζεται μαυτούς. Η οικονομική δραστηριότητα των αγροτών μισοενοικιαστών, των φτωχών αγροτών και των μικροβιοτεχνών χαρακτηρίζεται από μια πιο περιορισμένη παραγωγή σε σχέση με εκείνους του κατώτερου τμήματος της μικροαστικής τάξης. Αν και η συντριπτική πλειοψηφία των μισοενοικιαστών αγροτών καθώς και των φτωχών αγροτών ανήκει στο μισοπρολεταριάτο, εντούτοις από άποψη οικονομικών όρων μπορούν να διαιρεθούν πιο πέρα σε τρεις βαθμίδεςστην ανώτερη, μέση και κατώτερη.
Η ζωή των μισοενοικιαστών αγροτών είναι σκληρότερη από τη ζωή των ιδιοκτητώναγροτών γιατί η παραγωγή τους δεν τους φτάνει συνήθως για να περάσουν πάνω από έξι μήνες και για να συμπληρώσουν τα μέσα που χρειάζονται για τη ζωή τους, αναγκάζονται να μισθώνουν ξένα χωράφια ή να πουλάνε για ένα διάστημα την εργατική τους δύναμη, ή ακόμα να κάνούν μικροεμπόριο. Μεταξύ της άνοιξης και του καλοκαιριού όταν η σοδειά της χρονιάς που πέρασε πλησιάζει να τελειώσει και η ερχόμενη σοδειά είναι ακόμα χορτάρι, είναι αναγκασμένοι να δανείζονται λεφτά με τοκογλυφικό τόκο και να αγοράζουν τρόφιμα σε πολύ υψηλή τιμή. Το τμήμα λοιπόν αυτό της αγροτιάς είναι φυσικό να ζει μια ζωή πιο σκληρή από τη ζωή των ιδιοκτητών αγροτών, που δεν εξαρτώνται από κανέναν, όμως οι αγρότες αυτοί με τον ανεπαρκή κλήρο, έχουν πιο εξασφαλισμένη τη ζωή σε σύγκριση με τους φτωχούς αγρότες. Οι τελευταίοι στερούνται καθολοκληρίαν γης και αναγκάζονται να καλλιεργούν τα χωράφια των άλλων, παίρνοντας στην καλύτερη περίπτωση για τη δουλειά τους τη μισή εσοδεία, και συχνά πιο λιγότερο από τη μισή. Τη μισή εσοδεία βέβαια παίρνουν και οι ιδιοκτήτεςαγρότες από την εσοδεία των χωραφιών που μισθώνουν, έχουν όμως και ολόκληρη την εσοδεία από τη δική τους γη. Να γιατί οι μισοενοικιαστές αγρότες έχουν περισσότερη επαναστατικότητα από τους αγρότεςιδιοκτήτες και λιγότερη από τη φτωχή αγροτιά.
Οι φτωχοί αγρότες είναι μισθωτοί αγρότες στην ύπαιθρο, που τους εκμεταλλεύονται οι γαιοκτήμονες. Σύμφωνα με την οικονομική τους κατάσταση μπορούμε να τους χωρίσουμε σε δύο τμήματα. Το ένα τμήμα των φτωχών αγροτών διαθέτει ορισμένο αγροτικό εξοπλισμό και ορισμένα οικονομικά μέσα. Πολλοί αγρότες μπορούν να παίρνουν από την παραγωγή ένα μέρος που φτάνει συχνά το μισό απαυτό που παρήγαγαν απτη δουλειά τους. Αυτό που τους λείπει το συμπληρώνουν είτε με υποβοηθιτικές καλλιέργειες, είτε ψαρεύοντας είτε τρέφοντας γουρούνια και πουλερικά, είτε πουλώντας την εργατική τους δύναμη. Έτσι καταφέρνουν να εξασφαλίσουν τη ζωή τους. Οι δύσκολες υλικές συνθήκες τους κάνουν να απασχολούνται μόνο με ένα πράγμα: πως θα φτάσουν ως την ερχόμενη εσοδεία. Η ζωή τους είναι σκληρότερη από τη ζωή των αγροτώνενοικιαστών, είναι όμως πιο εύκολη από τη ζωή των φτωχών αγροτών του δεύτερου τμήματος. Έχουν μεγαλύτερη επαναστατικότητα από τους αγρότες του πρώτου τμήματος, αλλά λιγότερη από τους φτωχούς αγρότες του δεύτερου τμήματος. Οι τελευταίοι αυτοί δεν έχουν ούτε αγροτικό εξοπλισμό, ούτε οικονομικά μέσα. Δεν έχουν λιπάσματα και η εσοδεία τους είναι ελάχιστη. Μόλις πληρώσουν το νοίκι τους δεν τους μένει σχεδόν τίποτα. Γιαυτό αναγκάζονται να πουλάνε την εργατική τους δύναμη. Στα χρόνια του λιμού, στις δύσκολες εποχές ζητάνε από συγγενείς και φίλους, λίγες λίτρες καρπό, με την υποχρέωση να τους τις ξαναδώσουν, για να ζήσουν ακόμα και έστω τέσσεριςπέντε μέρες. Τα χρέη τους μεγαλώνουν και γίνονται αβάσταχτο βάρος. Η κατηγορία αυτών των φτωχών αγροτών αντιπροσωπεύει το πιο εξαθλιωμένο τμήμα της αγροτιάς, και είναι πολύ πρόσφορο για την επαναστατική προπαγάνδα.
Στο μισοπρολεταριάτο ανήκουν και οι μικροβιοτέχνες γιατί αν και διαθέτουν πρωτόγονα μέσα παραγωγής και θεωρούνται ελεύθεροι επαγγελματίες, αναγκάζονται να πουλάνε την εργατική τους δύναμη και επομένως η οικονομική τους κατάσταση έχει αισθητές αναλογίες με την οικονομική κατάσταση των φτωχών αγροτών. Τα βαριά οικογενειακά έξοδα, η διαφορά ανάμεσα στο εισόδημα και στο χαμηλό βιοτικό επίπεδο, οι συνεχείς στερήσεις, ο φόβος να μη μείνουν χωρίς δουλειά, όλα αυτά τους εξομοιώνουν με τους φτωχούς αγρότες.
Οι εμποροϋπάλληλοι είναι οι μισθωτοί εργάτες των εμπορικών επιχειρήσεων. Έχουν να ζήσουν την οικογένειά τους με ένα μέτριο μισθό. Ενώ οι τιμές των ειδών ανεβαίνουν από χρόνο σε χρόνο, αυξήσεις μισθών γίνονται κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια. Επομένως η κατάστασή τους γίνεται όλο και πιο απελπιστική. Η κατάστασή τους δεν διαφέρει από κείνη των φτωχών αγροτών και των μικροβιοτεχνών και προσφέρονται στην επαναστατική προπαγάνδα.
Οι πλανόδιοι μικροέμποροι, πουλάνε τα εμπορεύματά τους γυρίζοντας πότε εδώ και πότε εκεί, ακόμα και με το καλάθι στο χέρι. Έχουν ένα ασήμαντο κεφάλαιο και τα ελάχιστα που κερδίζουν δεν τους φτάνουν για να ζήσουν. Φαίνεται καθαρά πως βρίσκονται στην ίδια οικονομική κατάσταση με τους φτωχούς αγρότες και είναι ευνοϊκά διατεθειμένοι απέναντι στην επανάσταση, που θα αλλάξει τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων.
Το προλεταριάτο: Το βιομηχανικό προλεταριάτο στην Κίνα αριθμεί δυο εκατομμύρια άτομα. Ο περιορισμένος αριθμός του οφείλεται στην οικονομική καθυστέρηση της χώρας. Η συντριπτική πλειοψηφία των δυο εκατομμυρίων εργατών απασχολείται σε πέντε τομείς. Στους σιδηροδρόμους, στα ορυχεία, στις θαλάσσιες μεταφορές, στην υφαντουργική βιομηχανία και στα ναυπηγείαένα μεγάλο μέρος βρίσκεται κάτω από τον ζυγό των διευθυντών των επιχειρήσεων του ξένου κεφαλαίου. Παρά το γεγονός ότι το βιομηχανικό προλεταριάτο είναι ολιγάριθμο, εντούτοις εκπροσωπεί στην Κίνα τις νέες παραγωγικές δυνάμεις και αποτελεί την πιο προοδευτική τάξη της κινέζικης κοινωνίας. Είναι η καθοδηγητική δύναμη του επαναστατικού κινήματος.
Αν μελετήσουμε το ισχυρό απεργιακό κίνημα που εκδηλώθηκε στα τελευταία τέσσερα χρόνια, όπως την απεργία των ναυτεργατών(12), των σιδηροδρομικών (13), των ανθρακωρύχων του Καϊλάν και του Τσιάο Τσο (14), την απεργία του Σαμίν (15) και τις γενικές απεργίες της Σαγκάης και του Χονγκ Κονγκ ύστερα από τα γεγονότα της 30 Μάη 1925 (16), θα μπορέσουμε να πειστούμε για το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει το βιομηχανικό προλεταριάτο στην κινέζικη επανάσταση. Ο ρόλος αυτός προσδιορίζεται πρώτα-πρώτα από τη συγκέντρωσή του. Κανένα άλλο τμήμα του λαού δεν είναι τόσο συγκεντρωμένο. Ο δεύτερος λόγος βρίσκεται στην οικονομική του κατάσταση. Δεν έχουν καμιά ελπίδα να πλουτίσουν, γιατί δεν διαθέτουν μέσα παραγωγής και δεν διαθέτουν τίποτα άλλο έξω από τα χέρια τους. Είναι υποταγμένοι στην πιο άγρια μεταχείριση από μέρους των ιμπεριαλιστών, των μιλιταριστών και της αστικής τάξης και γιαυτό είναι διατεθειμένοι για αγώνα. Αξίζει επίσης να προσέξουμε σοβαρά τους κούληδες των πόλεων. Στην κατηγορία αυτή, η πλειοψηφία αποτελείται από τους εκφορτωτές και από κείνους που σέρνουν τα ιδιότυπα καροτσάκια. Περιλαμβάνονται επίσης οι εκκενωτές βόθρων και οι οδοκαθαριστές. Οι άνθρωποι που ανήκουν σαυτή την κατηγορία δεν διαθέτουν κι αυτοί τίποτα άλλο από τα μπράτσα τους και από οικονομική άποψη εξομοιώνονται με τους βιομηχανικούς εργάτες και υστερούν σε σχέση μαυτούς μόνο από άποψη βαθμού συγκέντρωσης και από άποψης σημασίας ρόλου στην παραγωγή. Η σύγχρονη καπιταλιστική γεωργία είναι ακόμα ελάχιστα ανεπτυγμένη στην Κίνα. Αυτό που λέμε αγροτικό προλεταριάτο αποτελείται από τους εργάτες γης που εργάζονται με το μήνα ή και με την ημέρα. Οι εργάτες αυτοί δεν έχουν ούτε γη, ούτε αγροτικά εργαλεία, ούτε και οικονομικά μέσα και δεν μπορούν να ζήσουν παρά μονάχα πουλώντας την εργατική τους δύναμη. Σε σύγκριση με άλλους εργάτες, από άποψη ωρών εργασίας, από άποψη πληρωμής και συνθηκών εργασίας και με την έλλειψη κάθε σιγουριάς για το αν θα έχουν πάντα δουλειά, η θέση τους είναι πολύ πιο χειρότερη. Αυτοί οι άνθρωποι ζουν με τις πιο βαριές στερήσεις και η θέση τους στο αγροτικό κίνημα είναι τόσο σημαντική όσο και η θέση των φτωχών εργατών.
Υπάρχει ακόμα μια άλλη κατηγορία πολυάριθμη, του λούμπεν προλεταριάτου. Είναι οι αγρότες που έχασαν τη γη τους και οι βιοτέχνες που δεν μπορούν να βρουν δουλειά. Αυτοί ανήκουν στα ασταθέστερα στοιχεία της κοινωνίας. Έχουν συγκροτήσει μυστικές οργανώσεις σε διάφορα μέρηόπως την «Τριαδική» στο Φουκιέν και στο Κουαντούνγκ, την Εταιρία των αδελφών του Χουάν, του Χοπέϊ, του Κουϊτσόου και του Σετσουάν, την Εταιρία των μεγάλων μαχαιριών στο Ανχουέϊ, στο Χουάν και στο Σαντούνγκ, την Εταιρία της Λογικής Ζωής στο Τσίλι και στις τρεις βορειοανατολικές επαρχίες (17) και τη Γαλάζια Συμμορία στη Σαγκάη και σάλλες περιοχές (18). Όλες αυτές αποτελούν οργανώσεις αλληλοβοήθειας στον πολιτικό και οικονομικό τομέα.
Η στάση απέναντι στους ανθρώπους αυτούς είναι ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα που υπάρχουν στην Κίνα. Οι άνθρωποι αυτοί είναι διατεθειμένοι να αγωνιστούν με το μεγαλύτερο θάρρος, παρασυρόμενοι σε καταστρεπτικές ενέργειες. Αν όμως καθοδηγηθούν ορθά μπορούν να γίνουν μια επαναστατική δύναμη.
Από όσα αναφέρθηκαν βγαίνει το συμπέρασμα πως μαζί με τον ιμπεριαλισμόοι μιλιταριστές, οι γραφειοκράτες, οι κομπραδόροι, οι μεγαλογαιοκτήμονες και το αντιδραστικό τμήμα της διανόησης, που εξαρτάται απαυτούς, είναι οι εχθροί μας. Όλα τα τμήματα του μισοπρολεταριάτου και η μικροαστική τάξη είναι οι πιο κοντινοί φίλοι μας. Και σε ό,τι αφορά τη μεσαία αστική τάξη, που συνεχώς ταλαντεύεται, η δεξιά της πτέρυγα μπορεί να είναι εχθρός μας και η αριστερή πτέρυγα μπορεί να είναι φίλος μας. Πρέπει όμως να βρισκόμαστε πάντα σε επιφυλακή και να μην επιτρέψουμε στην τελευταία να δημιουργήσει σύγχυση στο μέτωπο μας.




Το πέρασμα από τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής, γίνεται με δυο τρόπους.
Ο παραγωγός γίνεται έμπορος και κεφαλαιοκράτης. Αυτός είναι ο πραγματικά επαναστατικός τρόπος.
Ή ο έμπορος γίνεται άμεσα κύριος της παραγωγής. Αυτός ο δρόμος δεν οδηγεί στην ανατροπή του παλιού τρόπου παραγωγής, που μάλλον τον συντηρεί και τον διατηρεί σαν δικό του όρο ύπαρξης. Αυτός ο τρόπος στέκει παντού εμπόδιο στον πραγματικό κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, και εξαφανίζεται με την ανάπτυξή του. Χωρίς ν ανατρέψει τον τρόπο παραγωγής, χειροτερεύει μόνο την κατάσταση των άμεσων παραγωγών, τους μετατρέπει σε απλούς μισθωτούς εργάτες και προλετάριους, κάτω από όρους χειρότερους από εκείνους των εργατών που υπάγονται κατ ευθείαν στο κεφάλαιο, τη δε υπερεργασία τους, την ιδιοποιείται πάνω στη βάση του παλιού τρόπου παραγωγής.
(Μάρξ, Κεφάλαιο, τομ 3, σελ 423-424)



Οι μικροί χωρικοί αποτελούν μια τεράστια μάζα, που τα μέλη της ζουν κάτω από όμοιες συνθήκες, δίχως όμως να έρχονται μεταξύ τους σε πολλών ειδών σχέσεις. Ο τρόπος της παραγωγής τους, τους απομονώνει τον έναν από τον άλλο, αντί να τους φέρνει σε αμοιβαία επικοινωνία. Η απομόνωση μεγαλώνει χάρη στα άσχημα συγκοινωνιακά μέσα της Γαλλίας και στη φτώχεια των αγροτών. Το παραγωγικό τους πεδίο, ο μικρός κλήρος, δεν επιτρέπει στην καλλιέργειά του κανέναν καταμερισμό της εργασίας, καμιά εφαρμογή της επιστήμης και συνεπώς καμιά ποικιλία ανάπτυξης, καμιά διαφορά ταλέντων, κανένα πλούτο κοινωνικών σχέσεων. Κάθε ξεχωριστή αγροτική οικογένεια είναι σχεδόν αυτάρκης, η ίδια παράγει άμεσα το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσής της, και έτσι αποχτά τα μέσα συντήρησής της περισσότερο απ την ανταλλαγή με τη φύση, παρά απ την επικοινωνία με την κοινωνία. Ο μικρός κλήρος, ο αγρότης και η οικογένεια, δίπλα ένας άλλος μικρός κλήρος, ένας άλλος αγρότης και μια άλλη οικογένεια. Μια χούφτα απ αυτές τις μονάδες κάνουν ένα χωριό, και μια χούφτα χωριά κάνουν ένα νομό. Έτσι σχηματίζεται η μεγάλη μάζα του γαλλικού έθνους, με απλή άθροιση ομώνυμων μεγεθών, το ίδιο περίπου όπως ένα σακί πατάτες κάνει ένα σακί πατάτες. Εφόσον εκατομμύρια οικογένειες ζουν κάτω από οικονομικές συνθήκες ύπαρξης, που ξεχωρίζουν τον τρόπο της ζωής τους, τα συμφέροντά τους και τη μόρφωσή τους, από τον τρόπο της ζωής, τα συμφέροντα και τη μόρφωση των άλλων τάξεων και τις αντιπαραθέτουν εχθρικά σ αυτές, αποτελούν μια τάξη.
Εφόσον όμως, ανάμεσα στους μικρούς αγρότες υπάρχει μόνο μια τοπική συνάφεια και η ομοιότητα των συμφερόντων τους δεν δημιουργεί καμιά κοινότητα, κανένα εθνικό σύνδεσμο, και καμιά πολιτική οργάνωση, δεν αποτελούν τάξη.
Γι αυτό είναι ανίκανοι να επιβάλλουν εξ ονόματός τους τα ταξικά τους συμφέροντα, είτε με μια βουλή, είτε με μια συμβατική συνέλευση. Δεν μπορούν ν αντιπροσωπεύουν τον εαυτό τους, πρέπει ν αντιπροσωπεύονται από άλλους. Ο αντιπρόσωπός τους πρέπει ταυτόχρονα να παρουσιάζεται σαν κύριός τους, σαν μια εξουσία πάνω απ αυτούς, σαν μια απεριόριστη κυβερνητική δύναμη, που τους προστατεύει από τις άλλες τάξεις, και τους στέλνει από πάνω στη βροχή και στον ήλιο. Η πολιτική επιρροή των μικρών αγροτών βρίσκει συνεπώς την τελευταία της έκφραση στην υποταγή της ίδιας της κοινωνίας στην εκτελεστική εξουσία.
Μάρξ «18η Μπρυμαίρ Λουδοβίκου Βοναπάρτη».


Οι μοναρχίες του μεσαίωνα που μετατράπηκαν σε γραφειοκρατικές απολυταρχίες, αποτελούσαν μια μορφή κράτους που εξυπηρετούσε συγκεκριμένα κοινωνικά συμφέροντα και σχέσεις. Αλλά αυτό το ίδιο το κράτος απ τη στιγμή που δημιουργήθηκε, απέκτησε τα δικά του συμφέροντα (δυναστικά, της Αυλής, γραφειοκρατικά), που ήρθαν σε σύγκρουση όχι μόνο με τα συμφέροντα των κατώτερων, αλλά και με τα συμφέροντα των ανώτερων τάξεων. Οι κυρίαρχες τάξεις που αποτελούσαν τον αναγκαίο «ενδιάμεσο τοίχο» ανάμεσα στις μάζες και την κρατική οργάνωση, εξασκούσαν πίεση στο κράτος και προσπαθούσαν να το κάνουν υπηρέτη των συμφερόντων τους. Αλλά και η κρατική εξουσία, σαν ανεξάρτητη δύναμη, έβλεπε κι αυτή απ τη δική της σκοπιά, τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων. Ανέπτυσσε αντίσταση στις φιλοδοξίες τους και προσπαθούσε να τις καθυποτάξει. Η πραγματική ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στο κράτος και τις τάξεις προχωρούσε με ζικ-ζακ που καθορίζονταν κάθε φορά απ το συσχετισμό των δυνάμεων.
(Τρότσκι: «Αποτελέσματα και προοπτικές»). 



Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αριθμητική δύναμη, η συγκέντρωση, η κουλτούρα και η πολιτική σημασία του βιομηχανικού προλεταριάτου εξαρτώνται απ το βαθμό ανάπτυξης της καπιταλιστικής βιομηχανίας. Αλλά αυτή η εξάρτηση δεν είναι άμεση. Η πολιτική δύναμη των τάξεων μιας χώρας δεν καθορίζεται μονοσήμαντα απ τις παραγωγικές σχέσεις, αλλά επιπλέον από έναν ολόκληρο αριθμό κοινωνικών και πολιτικών παραγόντων εθνικού και διεθνούς χαρακτήρα, οι οποίοι μετατοπίζουν και μερικές φορές αλλάζουν εντελώς την πολιτική αντανάκλαση των οικονομικών σχέσεων. Παρά το γεγονός ότι το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων των ΗΠΑ είναι δέκα φορές ανώτερο από αυτό της Ρωσίας, ωστόσο ο πολιτικός ρόλος του ρώσικου προλεταριάτου, η επιρροή του στην πολιτική της χώρας και η πιθανότητα να επηρεάσει την παγκόσμια πολιτική στο άμεσο μέλλον είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη απ ότι του αμερικανικού προλεταριάτου.
(Τρότσκι: Αποτελέσματα και προοπτικές,1906). 


Βασιζόμενοι πρωταρχικά πάνω στο παράδειγμα της «βιομηχανικής επανάστασης» στη Βρετανία, οι συγγραφείς του Μανιφέστου σκιαγράφησαν πολύ μονόπλευρα το προτσές της διάλυσης των ενδιάμεσων τάξεων, σαν μια ολοκληρωτική εκπρολεταριοποίηση των τεχνητών, των μικρεμπόρων και των αγροτών. Στην πραγματικότητα, οι στοιχειακές δυνάμεις του συναγωνισμού απέχουν πολύ από το να έχουν ολοκληρώσει αυτή την ταυτόχρονα προοδευτική και βάρβαρη δουλειά.
Ο καπιταλισμός έχει καταστρέψει την μικροαστική τάξη με ένα πολύ ταχύτερο ρυθμό από ότι την εκπρολεταριοποίησε. Επιπλέον, το αστικό κράτος εδώ και πολύν καιρό έχει κατευθύνει τη συνειδητή-του πολιτική προς την τεχνητή διατήρηση των μικροαστικών στρωμάτων.
Στον αντίθετο πόλο, η αύξηση της τεχνολογίας και η ορθολογικοποίηση της μεγάλης κλίμακας βιομηχανίας γέννησαν τη χρόνια ανεργία και εμπόδισαν την εκπρολεταριοποίηση της μικρομπουρζουαζίας.
Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη του καπιταλισμού έχει επιταχύνει στο έπακρο την αύξηση των λεγεώνων των τεχνικών, των διευθυντών, των εμπορικών υπαλλήλων, με λίγα λόγια, τη λεγόμενη «νέα μεσαία τάξη». Κατά συνέπεια, οι ενδιάμεσες τάξεις, που στην εξαφάνισή-τους το Μανιφέστο τόσο κατηγορηματικά αναφέρεται, συμπεριλαμβάνουν ακόμα και σε μια χώρα τόσο εκβιομηχανισμένη όπως η Γερμανία, περίπου το μισό του πληθυσμού.
Όμως, η τεχνητή διατήρηση των απαρχαιωμένων μικροαστικών στρωμάτων με κανένα τρόπο δεν μετριάζει τις κοινωνικές αντιφάσεις, αλλά, αντίθετα, τις επενδύει με μια εξαιρετική οξύτητα, και, μαζί με τον διαρκή στρατό των ανέργων, συνιστά την πιο φοβερή έκφραση της παρακμής του καπιταλισμού.
Όταν θίγεται το ζήτημα των κομμάτων της αντιπολίτευσης, είναι σαυτό το πεδίο που οι δεκαετίες που πέρασαν έχουν φέρει τις πιο βαθιές αλλαγές, όχι μόνο με την έννοια ότι τα παλιά κόμματα έχουν εδώ και πολύν καιρό παραμεριστεί από καινούργια, αλλά επίσης με την έννοια ότι ο ίδιος ο χαραχτήρας των κομμάτων και οι αμοιβαίες-τους σχέσεις έχουν ριζοσπαστικά αλλάξει στις συνθήκες της ιμπεριαλιστικής εποχής.
Αν το προλεταριάτο, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, αποδειχτεί ανίκανο να ανατρέψει μένα τολμηρό χτύπημα την ξεπερασμένη αστική τάξη, τότε το χρηματιστικό κεφάλαιο στην πάλη για να διατηρήσει την ασταθή-του κυριαρχία δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από το να μεταστρέψει την κατεστραμμένη και εξαχρειωμένη απαυτό μικροαστική τάξη στον στρατό-πογκρόμ του φασισμού.
Ο αστικός εκφυλισμός της Σοσιαλδημοκρατίας και ο φασιστικός εκφυλισμός της μικροαστικής τάξης, είναι αλληλοσυνδεμένα σαν αιτία και αποτέλεσμα.
(Απ το «Ο Τρότσκι για το Κομμουνιστικό Μανιφέστο»).


Στη δουλοχτητική και στη φεουδαρχική κοινωνία η διάκριση ανάμεσα στις τάξεις καθορίζονταν και με τη διάιρεση του πληθυσμού σε κάστες και συνοδευόταν απ την καθιέρωση ιδιαίτερης νομικής θέσης μέσα στο κράτος για κάθε τάξη. Γι αυτό οι τάξεις στη δουλοχτητική και στη φεουδαρχική κοινωνία ήταν επίσης και ιδιαίτερες κάστες. Αντίθετα, στην κεφαλαιοκρατική, την αστική κοινωνία, νομικά όλοι οι πολίτες είναι ισότιμοι, ο χωρισμός σε κάστες έχει καταργηθεί (τουλάχιστον καταρχήν) και γι αυτό οι τάξεις έπαψαν να είναι κάστες.
(Λένιν, τ.6, σελ. 313).





Κόμματα

Οι κομμουνιστές δεν αποτελούν ένα ξεχωριστό κόμμα, που αντιτίθεται στ άλλα εργατικά κόμματα.
Δεν έχουν συμφέροντα που ξεχωρίζουν από τα συμφέροντα του προλεταριάτου στο σύνολό του.
Δεν διακηρύσσουν ξεχωριστές αρχές που σύμφωνα μ αυτές θα θέλαν να πλάσουν το εργατικό κίνημα.
Οι κομμουνιστές διαφέρουν από τα άλλα εργατικά κόμματα μονάχα κατά τούτο: ότι από τη μια μεριά, στους διάφορους εθνικούς αγώνες των προλετάριων, τονίζουν και επιβάλλουν τα συμφέροντα που είναι κοινά σ όλο το προλεταριάτο κι ανεξάρτητα από την εθνικότητα. Και από την άλλη, ότι στις διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης του αγώνα ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη, εκπροσωπούν πάντα τα συμφέροντα του κινήματος στο σύνολό του.
Στην πράξη λοιπόν οι κομμουνιστές είναι το πιο αποφασιστικό τμήμα των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που τα κινεί πάντα προς τα μπρος.
(Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος).


Στην πραγματικότητα οι τάξεις είναι ετερογενείς. Ξεσχίζονται από εσωτερικούς ανταγωνισμούς και φτάνουν στη λύση των κοινών προβλημάτων μόνο μέσα απ την εσωτερική πάλη των τάσεων, των ομάδων και των κομμάτων και με κανένα άλλο τρόπο. Είναι δυνατόν, με ορισμένους όρους, να δεχτεί κανείς πως «ένα κόμμα είναι μέρος μιας τάξης». Αλλά εφόσον μια τάξη έχει πολλά «μέρη» -μερικά κοιτάζουν μπροστά και μερικά πίσω- μια και η ίδια τάξη, μπορεί να δημιουργήσει αρκετά κόμματα. Για τον ίδιο λόγο, ένα κόμμα μπορεί να στηρίζεται πάνω σε μέρη διαφορετικών τάξεων. Σ ολόκληρη την πορεία της πολιτικής ιστορίας δεν πρόκειται να βρεθεί ένα παράδειγμα ενός μονάχα κόμματος που να αντιστοιχεί σε μια τάξη
(Τρότσκι, Προδομένη επανάσταση, σελ 216).


Φυσικά η ταξική διαίρεση αποτελεί το πιο βαθύ θεμέλιο της διαίρεσης σε πολιτικές ομάδες. Αυτή σε τελευταία ανάλυση καθορίζει, βέβαια, πάντα τη διαίρεση σε ομάδες. Το βαθύ όμως αυτό θεμέλιο, αποκαλύπτεται μόνο στο μέτρο που συντελείται η πορεία της ιστορικής εξέλιξης και στο μέτρο που αναπτύσσεται η συνειδητότητα αυτών που συμμετέχουν και δημιουργούν αυτή την εξέλιξη. Αυτή η «τελευταία ανάλυση» πραγματοποιείται μόνο με την πολιτική πάλη, κάποτε σαν αποτέλεσμα μακρόχρονης, επίμονης πάλης που διαρκεί χρόνια και δεκαετίες, και πότε εκδηλώνεται θυελλώδικα με τη μορφή διαφόρων πολιτικών κρίσεων και πότε κοπάζει, λες και σταματάει προσωρινά.
(Λένιν, ταξικη διαίρεση και πολιτικές ομάδες, απ το "Τα καθήκοντα της επαναστατικής νεολαίας", τ. 7, σελ 341).


Η βδομάδα των Σπαρτακιστών το Γενάρη του 1919 στο Βερολίνο, ανήκει στον τύπο των ενδιάμεσων μισοεπαναστάσεων, όπως τα Ιουλιανά στην Πετρούπολη. Από τη δεσπόζουσα θέση του προλεταριάτου στη σύνθεση του γερμανικού έθνους, ιδιαίτερα στην οικονομία του, η εξέγερση του Νοέμβρη παράδοσε αυτόματα την κρατική κυριαρχία σ ένα Συμβούλιο εργατών και στρατιωτών.
Μα το προλεταριάτο πολιτικά ταυτιζότανε με τη σοσιαλδημοκρατία που, η ίδια ταυτιζότανε με το αστικό καθεστώς.
Το ανεξάρτητο κόμμα κρατούσε στη γερμανική επανάσταση τη θέση που ανήκε στη Ρωσία στους σοσιαλεπαναστάτες και στους μενσεβίκους. Κείνο που έλειπε ήταν ένα μπολσεβίκικο κόμμα
(Τρότσκι, Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, τόμος 2, σελ 79-80)


Το προλεταριάτο δεν πρέπει καθόλου να βλέπει τις άλλες τάξεις και τα άλλα κόμματα σαν «μια αντιδραστική μάζα», απεναντίας, πρέπει να παίρνει μερος σ όλη την πολιτική και κοινωνική ζωή, να υποστηρίζει τις προοδευτικές τάξεις και τα προοδευτικά κόμματα ενάντια στα αντιδραστικά, να υποστηρίζει κάθε επαναστατικό κίνημα ενάντια στο υπάρχον καθεστώς, να είναι υπερασπιστής κάθε καταπιεζόμενης λαότητας ή φυλής, κάθε καταδιωκόμενης θρησκείας, του στερημένου από δικαιώματα φύλου κλπ.
(Λένιν, «Διαμαρτυρία των σοσιαλδημοκρατών της Ρωσίας», τόμος 4, σελ. 176).


Εκτός απ τις ταξικές διαφορές, στο σχηματισμό των κομμάτων επιδρούν και άλλες διαφορές, λχ θρησκευτικές, εθνικές κλπ.
(Λένιν, «Οι τρουντοβίκοι και η εργατιική δημοκρατία», τα 21, σελ 280).


Τα δικά μας συνθήματα τακτικήςσυμπίπτουν με τα συνθήματα της λαοκρατικά-επαναστατικής και δημοκρατικής αστικής τάξης. Η αστική αυτή τάξη και η μικροαστική τάξη δεν έχουν ακόμα συγκροτηθεί σ ένα μεγάλο λαϊκό κόμμα στη Ρωσία*.
*Οι «σοσιαλιστές-επαναστάτες» είναι μάλλον μια τρομοκρατική διανοουμενίστικη ομάδα, παρά το έμβρυο ενός τέτοιου κόμματος, αν και η αντικειμενική σημασία της δράσης αυτής της ομάδας συνοψίζεται ακριβώς στην εκπλήρωση των καθηκόντων της επαναστατικής και δημοκρατικής αστικής τάξης.
(Λένιν, «Δυο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση»).


Το κόμμα για μας δεν είναι μηχανισμός που το αλάθευτό του προστατεύεται με κυβερνητικά κατασταλτικά μέτρα, μα είναι ένας πολύπλοκος οργανισμός που όπως κάθε ζωντανό πράγμα, αναπτύσσεται μέσα σε αντιφάσεις.
(Τρότσκι, πρόλογος στο «Ιστορία της ρωσικής επανάστασης»).



Είναι σωστό ότι το εσέρικο δόγμα είναι βλαβερό, λαθεμένο, αντιδραστικό, τυχοδιωκτικό, μικροαστικό. Μα οι ιδιότητες αυτές δεν εμποδίζουν αυτό το ψευτο-σοσιαλιστικό δόγμα να είναι το ιδεολογικό περικάλυμμα της πραγματικά επαναστατικής και όχι συμβιβαστικής, αστικής και μικροαστικής τάξης στη Ρωσία.
(Λένιν, τ. 17, σελ 358, «Πως οι σοσιαλεπαναστάτες κάνουν τον απολογισμό της επανάστασης»).


Το κόμμα αυτό δεν συνδέεται με μια οποιαδήποτε συγκεκριμένη τάξη της αστικής κοινωνίας, όμως είναι πέρα για πέρα αστικό, όσον αφορά τη σύνθεσή του, το χαρακτήρα του, τα ιδανικά του και γι αυτό ταλαντεύεται ανάμεσα στη δημοκρατική μικροαστική τάξη και στ αντεπαναστατικά στοιχεία της μεγαλοαστικής τάξης. Κοινωνικό έρεισμα αυτού του κόμματος είναι, απ τη μια μεριά, η μάζα των μικροαστών της πόλης, αυτών των ίδιων μικροαστών της πόλης που έφτιαχναν με ζήλο οδοφράγματα στη Μόσχα στις ένδοξες μέρες του Δεκέμβρη, και από την άλλη μεριά, ο φιλελεύθερος τσιφλικάς, που με τη μεσολάβηση του φιλελευθερίζοντος κρατικού λειτουργού τείνει προς τη συναλλαγή με την απολυταρχία, στο «άκακο» μοίρασμα της εξουσίας ανάμεσα στο λαό και στους κάθε λογής ελέω θεού καταπιεστές του λαού. Αυτό το εξαιρετικά πλατύ, ακαθόριστο και εσωτερικά αντιφατικό ταξικό έρεισμα του κόμματος αντικαθρεφτίζεται εξαιρετικά ανάγλυφα στο πρόγραμμα και στην τακτική των καντέτων. Το πρόγραμμά τους είναι πέρα για πέρα αστικό, οι καντέτοι δεν μπορούν ούτε να φανταστούν άλλο κοινωνικό σύστημα από το κεφαλαιοκρατικό, που τα όριά του δεν μπορούν να τα ξεπεράσουν ούτε οι πιο τολμηρές επιθυμίες τους. Στον τομέα της πολιτικής, το πρόγραμμά τους συνδυάζει το δημοκρατισμό, τη «λαϊκή ελευθερία» και την αντεπανάσταση, την ελευθερία καταπίεσης του λαού από την απολυταρχία, και τα συνδυάζει με καθαρά μικροαστική και δασκαλίστικα σχολαστική λεπτολογία.
Η κρατική εξουσία μοιράζεται περίπου σε τρία μέρη, αυτό είναι το ιδανικό του καντέτου. Το ένα μέρος ανήκει στην απολυταρχία. Η μοναρχία παραμένει. Ο μονάρχης διατηρεί ίσα δικαιώματα με τη λαϊκή αντιπροσώπευση, που «συμφωνεί» μαζί του σχετικά με τους νόμους που πρόκειται να εκδοθούν και του υποβάλλει για έγκριση τα νομοσχέδιά της. το άλλο μέρος της εξουσίας ανήκει στον τσιφλικά και στον κεφαλαιοκράτη. Αυτοί παίρνουν την άνω βουλή, απ όπου οι δευτεροβάθμιες εκλογές και το τίμημα του χρόνου διαμονής στον ίδιο τόπο πρέπει ν αποδιώχνουν τα στοιχεία του «απλού λαού». Τέλος, το τρίτο μέρος της εξουσίας, ανήκει στο λαό, που παίρνει την κάτω βουλή με βάση την καθολική, ίση, άμεση και μυστική ψηφοφορία. Αγαπήσωμεν αλλήλους. Ας είναι και ο λύκος χορτάτος και τα πρόβατα σωστά. Η υποκρισία αυτής της θέσης των καντέτων χτυπάει στα μάτια. Μα θα ήταν ολότελα λαθεμένο να εξηγήσουμε αυτή την υποκρισία και αυτή την ψευτιά με τις προσωπικές ιδιότητες των αρχηγών των καντέτων ή ορισμένων καντέτων. Μια παρόμοια χυδαία εξήγηση, είναι ολότελα ξένη στο μαρξισμό. Όχι, ανάμεσα στους καντέτους υπάρχουν αναμφισβήτητα ειλικρινέστατοι άνθρωποι, που πιστεύουν πως το κόμμα τους είναι κόμμα της «λαϊκής ελευθερίας». Όμως η δισυπόστατη και ταλαντευόμενη ταξική βάση του κόμματός τους, γεννάει αναπότρεπτα τη διπρόσωπη πολιτική τους, την ψευτιά και την υποκρισία τους.
(Ο μικροαστός) απομακρυσμένος ολότελα από την οξύτατη πάλη της εποχής μας, προτιμά και στην πολιτική να παραχωρεί την πρώτη θέση στις άλλες τάξεις, όταν πρόκειται για πραγματική κατάκτηση του συντάγματος, για την εξασφάλιση στην πράξη πραγματικού συντάγματος. Αυτή είναι η έμφυτη τάση της αστικής τάξης, και το κόμμα των καντέτων, αυτή η ραφιναρισμένη, εξευγενισμένη, εξαγνισμένη, αρωματισμένη, εξιδανικευμένη, ζαχαρωμένη προσωποποίηση των επαναστατικών τάσεων, δρα προς αυτή την κατεύθυνση με αξιοθαύμαστη σταθερότητα.
Οι καντέτοι δεν είναι κόμμα, αλλά μια συμπτωματική κατάσταση. Δεν είναι πολιτική δύναμη, αλλά αφρός, που γεννιέται απ τη σύγκρουση αντιμαχόμενων δυνάμεων, που λίγο-πολύ η μια αντισταθμίζει την άλλη.
Το κόμμα αυτό δεν θέλει και δεν μπορεί να εξουσιάζει κάπως σταθερά στην αστική κοινωνία γενικά, δεν θέλει και δεν μπορεί να οδηγεί σε κάποιον καθορισμένο δρόμο την αστικοδημοκρατική επανάσταση. Οι καντέτοι δεν θέλουν να κυριαρχούν, προτιμώντας «να βρίσκονται στην υπηρεσία» της μοναρχίας και της άνω βουλής! Δεν μπορούν να εξουσιάζουν γιατί τα πραγματικά αφεντικά της αστικής κοινωνίας, οι διάφοροι Σίποφ και Γκουτσκόφ, οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου και της μεγάλης ιδιοκτησίας, στέκουν παράμερα απ αυτό το κόμμα. Οι καντέτοι είναι κόμμα που ονειροπολεί λευκή, αγνή, ομαλή, «ιδανική» αστική κοινωνία. Συσπειρώνουν γύρω τους όλους, όλο το «λαό» μόνο πάνω στη βάση των συνταγματικών αυταπατών, ενώνουν μόνο με αρνητικούς δεσμούς: με το μίσος ενάντια στο παραχορτασμένο θεριό, την απολυταρχική κυβέρνηση, που ενάντιά της, αριστερότερα απ όλους στη δοσμένη «νόμιμη» βάση, στέκουν σήμερα οι καντέτοι.
(Λένιν, τ. 12, «Η νίκη των καντέτων και τα καθήκοντα του εργ κόμματος»).


Ο «συνασπισμός» των τάξεων δεν προϋποθέτει καθόλου ούτε την ύπαρξη τούτου ή εκείνου του ισχυρού κόμματος, ούτε την κομματικότητα γενικά.
Ο «συνασπισμός» του προλεταριάτου και της αγροτιάς, πραγματοποιούνταν δεκάδες και εκατοντάδες φορές, με τις πιο διαφορετικές μορφές, δίχως να υπάρχει «οποιοδήποτε ισχυρό ανεξάρτητο κόμμα» της αγροτιάς. Αυτός ο συνασπισμός πραγματοποιούνταν όταν υπήρχε «κοινή δράση» πχ του σοβιέτ των εργατών βουλευτών και του σοβιέτ των στρατιωτών βουλευτών, ή της απεργιακής επιτροπής των σιδηροδρομικών ή των αγροτών βουλευτών κλπ.
Ο συνασπισμός των τάξεων έπαιρνε διάφορες μορφές, αρχίζοντας από τις ακαθόριστες και τις αδιαμόρφωτες και τελειώνοντας με εντελώς καθορισμένες και διαμορφωμένες πολιτικές συμφωνίες.
Μπορεί μήπως ν αρνηθεί κανείς ότι η κοινή έκκληση για γενική εξέγερση και η κοινή συμμετοχή στις τοπικές και μερικότερες εξεγέρσεις, υποχρεώνει να βγει το συμπέρασμα για από κοινού σχηματισμό της προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης; Το να αρνιέται κανείς αυτό, θα σήμαινε ότι στρεψοδικεί, ότι ανάγει την έννοια της «κυβέρνησης» αποκλειστικά και μόνο σ ένα φαινόμενο ολοκληρωμένο, διαμορφωμένο, ότι ξεχνά πως κάθε τι το ολοκληρωμένο και διαμορφωμένο, προέρχεται από κάτι το ανολοκλήρωτο και αδιαμόρφωτο.
(Λένιν, τ. 17, «Σκοπός της πάλης του προλεταριάτου στην επανάστασή μας»).


Το κομμουνιστικό κόμμα είναι κόμμα προλεταριακό και
αντιφασιστικό, αν και καθοδηγείται λαθεμένα. Η σοσιαλδημοκρατία παρά
την εργατική της σύνθεση, είναι πέρα για πέρα αστικό κόμμα, που μέσα σε
«κανονικές» συνθήκες διευθύνεται επιτήδεια απ την άποψη των αστικών
σκοπών, που δεν αξίζει τίποτα σε συνθήκες κοινωνικής κρίσης. Οι
σοσιαλδημοκράτες ηγέτες είναι αναγκασμένοι παρά τη θέλησή τους ν
αναγνωρίσουν τον αστικό χαρακτήρα της σοσιαλδημοκρατίας...
...η σοσιαλδημοκρατία που σήμερα είναι ο κύριος αντιπρόσωπος του αστικού
κοινοβουλευτικού καθεστώτος, στηρίζεται πάνω στους εργάτες...
...στο δημοκρατικό καθεστώς της εξελιγμένης καπιταλιστικής κοινωνίας η
μπουρζουαζία στηρίζεται κυρίως πάνω στην εργατική τάξη που την έχουν
«μερέψει» οι ρεφορμιστές. Αυτό το σύστημα εκφράζεται με τον πιο τέλειο
τρόπο στην Αγγλία τόσο καλά κάτω απ την εργατική κυβέρνηση, όσο και
κάτω απ την συντηρητική κυβέρνηση.
Στο φασιστικό καθεστώς, τουλάχιστον στο 1ο στάδιο, το κεφάλαιο στηρίζεται
στη μικροαστική τάξη, που καταστρέφει τις οργανώσεις του προλεταριάτου.
Τέτοιο είναι το παράδειγμα της Ιταλίας.
Υπάρχει καμιά διαφορά στο «ταξικό περιεχόμενο» ανάμεσα σ αυτά τα
καθεστώτα; Αν τεθεί μονάχα το ζήτημα της κυρίαρχης τάξης, δεν υπάρχει
καμιά διαφορά. Αλλά αν αντιμετωπίσουμε την κατάσταση και τις σχέσεις
ανάμεσα σε όλες τις τάξεις, η διαφορά αποκαλύπτεται αρκετά μεγάλη απ την
άποψη του προλεταριάτου...
...Η τάξη καθ εαυτήν είναι απλώς ένα υλικό για εκμετάλλευση. Ο κύριος
ρόλος του προλεταριάτου αρχίζει τη στιγμή που από μια κοινωνική τάξη καθ
εαυτήν, μεταβάλλεται σε μια πολιτική τάξη για τον εαυτό της. Αυτό μπορεί
να γίνει μονάχα δια μέσου του κόμματος. Το κόμμα είναι το ιστορικό
όργανο με τη βοήθεια του οποίου η τάξη αποκτά συνείδηση του εαυτού της.
Όταν λέμε ότι «η τάξη είναι πάνω από το κόμμα» σημαίνει πως βεβαιώνουμε
ότι η τάξη στην πρωτόγονή της κατάσταση είναι πάνω απ την τάξη που
τείνει ν αποκτήσει την ταξική της συνείδηση. Αυτό δεν είναι μονάχα
λαθεμένο αλλά και αντιδραστικό...
...η εξέλιξη της τάξης προς την αυτοσυνείδησή της, δηλαδή η οικοδόμηση
ενός επαναστατικού κόμματος που έλκει πίσω του το προλεταριάτο, είναι
ένα αντιφατικό και σύνθετο προτσές. Η τάξη δεν είναι ομοιογενής. Τα
διάφορα τμήματά της αποκτούν συνείδηση από διαφορετικούς δρόμους και
σε διαφορετικούς χρόνους. Η μπουρζουαζία συμμετέχει ενεργητικά σ αυτό
το προτσές. Δημιουργεί τα όργανά της μέσα στην εργατική τάξη ή
χρησιμοποιεί τα όργανα που υπάρχουν, αντιτάσσοντας ορισμένα στρώματα
εργατών σε άλλα. Στους κόλπους του προλεταριάτου δρουν ταυτόχρονα
διαφορετικά κόμματα. Γι αυτό παραμένει πολιτικά διασπασμένο κατά τη
διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ιστορικής του πορείας...
(Τρότσκι, «Και τώρα;»).


Η ανοιχτή εκδήλωση των μαζών και των τάξεων στην επανάσταση, άλλαξε την προηγούμενη κατάσταση και ως ένα βαθμό, τον προηγούμενο χαρακτήρα των κομμάτων.
(Λένιν, τ. 17, σελ 357).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου